Στoν πλανήτη υπάρχουν σήμερα 24 τοποθεσίες που πήραν το όνομα τους από την πόλη που ίδρυσε στην Αίγυπτο ο Πτολεμαίος Β’ ο Φιλάδελφος το 250 π.Χ. Παραδόξως όμως, όσα μέρη ονομάζονται έτσι δεν πήραν το όνομα τους από αυτήν την Φιλαδέλφεια αλλά από την Φιλαδέλφεια της Λυδίας στην Μικρά Ασία, την οποία ο απόστολος Ιωάννης στην Αποκάλυψη θεωρεί την πιο ευσεβή πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου. Συμβαίνει συχνά λοιπόν αυτό στην ιστορία, οι διαδρομές και οι πορείες να μην είναι παράλληλες και γραμμικές, αλλά τεμνόμενες και τεθλασμένες.

Ας πάμε αρχικά, λοιπόν, να ακολουθήσουμε αυτή την τεμνόμενη και τεθλασμένη διαδρομή, βόρεια του Richmond και στον Oliver Anthony Lunsford. Για τον Oliver Anthony, όλα ξεκίνησαν στις 8 Αυγούστου του 2023. Τότε το RadioWV ανέβασε στο YouTube μια ζωντανή εκτέλεση του ίδιου στο τραγούδι του “Rich Men North Of Richmond”. Το τραγούδι με αστραπιαία ταχύτητα πήγε κατευθείαν στο Νο. 1 του Billboard Hot100 κάνοντας το πρώτο τραγούδι στην ιστορία που πήγε κατευθείαν στη Νο. 1 θέση ως debut single, ενώ το βίντεο στο Youtube μεσα σε 2 εβδομάδες έχει 30 εκατ. views. Λίγες μέρες αργότερα, και τα 13 τραγούδια που είχε κυκλοφορήσει μέχρι τότε, βρέθηκαν ταυτόχρονα στο Top 50 του chart των ψηφιακών πωλήσεων, το μεγαλύτερο νούμερο τραγουδιών που έχει εν ζωή άνδρας καλλιτέχνης μέχρι τώρα. Ενδεικτικά για να έχουμε μια αντίληψη του μεγέθους αυτού, οι μόνοι με περισσότερα τραγούδια ταυτόχρονα στο Top50, από τον ίδιο, είναι ο Michael Jackson και ο Prince, αλλά μετά το θάνατο τους, και οι μόνοι εν ζωή καλλιτέχνες που τον ξεπερνούν είναι η Rihanna, η Taylor Swift και οι BTS.

Και όλα τα παραπάνω είναι ακόμα πιο εντυπωσιακά αν ακούσει κανείς τη μουσική του. Αγνό παρθένο country folk blues από τα Απαλάχια παιγμένο σε μια resonator και τραγούδια ηχογραφημένα σε ένα κινητό τηλέφωνο σε ένα στούντιο πρόχειρα φτιαγμένο με σεντόνια και κουβέρτες. Μοιάζει εξωφρενικό πως ένα τραγούδι και πως μουσική φτιαγμένη με τα ελάχιστα δυνατά τεχνικά μέσα, να ανταγωνίζεται ευθέως μουσική φτιαγμένη σε γραφεία πολυεθνικών σε υπερσύγχρονα στούντιο και με το promotion από πίσω να εγγυηθεί την επιτυχία. Και όλο αυτό γίνεται ακόμα πιο εξωφρενικό αν βάλουμε στην εξίσωση και τη θεματολογία του τραγουδιού που είναι άμεσα κοινωνικοπολιτική.

Μια σημείωση εδώ. Ο Oliver Anthony είναι κομμάτι μιας τεράστιας μουσικής παράδοσης. Ακόμα περισσότερο, αυτό το οποίο θα πρέπει να έχουμε υπόψιν μας, είναι ότι τα τελευταία χρόνια στη βόρεια Αμερική, η στροφή που γίνεται προς την παραδοσιακή μουσική δεν αφορά μόνο την μουσική φόρμα, αλλά και το μουσικό περιεχόμενο το οποίο φυσικά έχει έντονα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά. Δεν μπορείς να πας στη folk του ’60 και να αγνοήσεις τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες γύρω από αυτήν, δεν μπορείς να στρέφεσαι στην outlaw country και να αγνοείς τη διαφοροποίηση της από το συντηρητικό μουσικό κατεστημένο, δεν μπορείς να ακουμπάς τις μαύρες μουσικές και να μην επηρεάζεσαι από την αιχμηρή τους κοινωνική και πολιτική κριτική. Επιπλέον, το κίνημα του Black Lives Matter και ο τρόπος με τον οποίο διαπέρασε κάθετα και οριζόντια συνολικά την αμερικάνικη κοινωνία είχε καταλυτική λειτουργία και στη μουσική, ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο το πόσο πλαστά και φαιδρά είναι τα σύνορα (που με μανία θέλει να βάλει η μουσική βιομηχανία) σε «μαύρες» και «λευκές» μουσικές. Ως εκ τούτου, είναι εξωφρενικά μεγάλος ο αριθμός και είναι πάρα πολλά τα παραδείγματα καλλιτεχνών που τα τελευταία χρόνια, έχουν κυκλοφορήσει τραγούδια και ολόκληρα album και με έντονα κοινωνικά χαρακτηριστικά ή ακόμα περισσότερο και πιο ανοιχτά πολιτικοποιημένα. Με απλά λόγια, ο Oliver Anthony δεν είναι η εξαίρεση. Είναι ο κανόνας.

Αν παρακολουθήσει κανείς τα mainstream media όλα εκφράζουν την έκπληξη τους για το πως ένας τέτοιος καλλιτέχνης με ένα τέτοιο ύφος, με ένα τέτοιο τραγούδι, με έναν τέτοιο τρόπο σε μια εποχή παντοκρατορίας της μουσικής βιομηχανίας καταφέρνει να τρυπώσει από την πίσω πόρτα στο χώρο του mainstream. Ειδικότερα, δε σε ότι αφορά την country μουσική βιομηχανία που αν δεν συμβαδίσεις μαζί της και αν δεν ακολουθήσεις τους πολύ αυστηρούς και συντηρητικούς (και καλλιτεχνικά και μουσικά και κοινωνικά και πολιτικά) όρους της πρακτικά είσαι αποκλεισμένος από παντού και από κάθε μέσο, ένα τέτοιο γεγονός είναι γροθιά στο φρεσκοξυρισμένο της θεληματικό σαγόνι.

Το ίδιο το τραγούδι τώρα, χωρίς να είναι κάποιο αριστούργημα, όπως και ο ίδιος ο δημιουργός του λέει και αντιλαμβάνεται, και στη μορφή του και στο περιεχόμενο του πατάει γερά  στην τεράστια μουσική παράδοση των Απαλαχίων και αφηγείται τις καθημερινές δυσκολίες της φτωχής αμερικάνικης εργατικής τάξης, το επιπλέον ,στοιχείο που τις περισσότερες φορές δεν βρίσκεις σε τέτοιου είδους τραγούδια είναι η αντιπαράθεση μεταξύ της πλούσιας Αμερικής που βρίσκεται στα κέντρα της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας βορειότερα του Richmond (η Ουάσιγκτον απέχει μόλις 200 χλμ από το Richmond) και της φτωχής Αμερικής των μικρών επαρχιακών πόλεων και της υπαίθρου. Οι στίχοι του τραγουδιού δεν είναι ακριβώς πολιτικά προοδευτικοί. Από τη μια στέκεται πολύ έντονα απέναντι από τις οικονομικοπολιτικές ελίτ (κληρονομιά ίσως του του συνθήματος “We are the 99%” του κινήματος Occupy ίσως) αλλά από την άλλη υπεύθυνα για την κατάσταση της εργατικής τάξης θεωρεί τη φορολογία και τα επιδόματα, ενώ σημαντικό ρόλο στην κοσμοαντίληψη του καλλιτέχνη παίζει και η θρησκεία. Ωστόσο το τραγούδι δεν είναι μόνο στίχοι, όπως κάθε μορφή τέχνης είναι κάτι περισσότερο συνολικό, είναι και ύφος, μορφή, περιεχόμενο και κοινωνικόταξικό πλαίσιο.

Όπως είναι επίσης πολύ λογικό, με αφορμή όλη αυτή τη δημοσιότητα ξεσηκώθηκε μια τεράστια συζήτηση γύρω και από το τραγούδι και γύρω από τον ίδιο καλλιτέχνη. Ρεπουμπλικάνοι και συντηρητικοί, πρώτοι από όλους, έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν και να πουν για το πόσο τους εκφράζει το τραγούδι και ότι πρώτοι αυτοί θα φροντίσουν την «ξεχασμένη» εργατική τάξη. Μάλιστα στο debate των ρεπουμπλικάνων υποψήφιων για τον υποψήφιο πρόεδρο των εκλογών του 2024 έγινε ερώτηση για αυτό το τραγούδι στους υποψηφίους, ενώ πολλοί συντηρητικοί Αμερικάνοι στα social media «χαιρετίζουν» και εκφράζουν την ταύτιση τους με το τραγούδι (κατηγορώντας μάλιστα άλλους καλλιτέχνες της country ότι επειδή είναι προοδευτικοί ή φιλικοί προς την lgbtq κοινότητα). Από την άλλη πολλοί αριστεροί άσκησαν κριτική στο νεοφιλελεύθερο περιεχόμενο των στίχων με πρώτο και καλύτερο τον Billy Bragg. Τη στιγμή μάλιστα που γράφεται αυτό το κείμενο η είδηση έχει φτάσει και στη χώρα μας, αρχής γενομένης τη σελίδα του δεξιότατου Defence Point. Είναι σαφέστατο το τι προσπαθεί να επιτευχθεί: αφενός να σφετεριστεί την καλλιτεχνική δημιουργία και την κοινωνικοπολιτική συνθήκη γύρω από αυτή και να εκμεταλλευθεί μικροπολιτικά όλη αυτή τη δημοσιότητα και αφετέρου να αφοπλίσει την όποια αιχμηρή κριτική έχει το ίδιο το τραγούδι. Οι ρεπουμπλικάνοι βέβαια προφανώς και ξεχνούν ότι ο προηγούμενος πρόεδρος τους ήταν ο ορισμός του rich man north of Richmond.

Παρ’ όλη την έντονη δημοσιότητα, την οποία το αναμενόμενο είναι κάποιος να την εκμεταλλευτεί στο έπακρο, η στάση του ίδιου του καλλιτέχνη είναι απέναντι σε όλα αυτά, και φανερώνει πολλά περισσότερα για τις προθέσεις του και πολλαπλασιάζει την πολιτική του σημασία. Αρχικά να πούμε ότι ο ίδιος ο Oliver Anthony προέρχεται από ένα πολύ χαμηλό οικονομικά περιβάλλον, δεν τελείωσε καν το σχολείο, δούλεψε σε βιομηχανίες, είχε ένα εργατικό ατύχημα όπου δεν μπορούσε να δουλέψει για έναν χρόνο και εργάζεται ως πωλητής-οδηγός. Ουσιαστικά μένει σε ένα τρέιλερ και τα τελευταία χρόνια παλεύει με θέματα ψυχικής υγείας και αλκοολισμού. Απέναντι σε όλο αυτό το πρωτοφανές γεγονός λοιπόν ο Oliver Anthony αρχικά, εμφανίστηκε σε ένα πανηγύρι δωρεάν όπως είχε κανονίσει πριν την τόση δημοσιότητα, και στη συνέχεια αρνήθηκε ένα συμβόλαιο 8 εκατομμύριων με μια δισκογραφική λέγοντας ότι δεν τον ενδιαφέρει να κάνει περιοδείες με 6 φορτηγά και να παίζει σε στάδια. Ακόμα μόλις ξεκίνησε η προσπάθεια εναγκαλισμού του από τους συντηρητικούς και ενίοτε και ακροδεξιούς διαχώρισε αμέσως τη θέση του τοποθετούμενος απέναντι σε ρητορικές μίσους, στους πολέμους και υπέρ των εργαζόμενων, της κοινότητας και της αλληλεγγύης ενώ ειδικότερα σε ότι αφορά την ερώτηση για το τραγούδι του στο debate των ρεπουμπλικάνων, αφού δήλωσε πόσο διασκεδαστικό βρήκε να τους βλέπει να ακούν ένα τραγούδι που έγραψε για αυτούς, ξεκαθάρισε ότι το τραγούδι δεν αφορά τον τωρινό πρόεδρο ή κάποιον συγκεκριμένα αλλά μια γενικότερη και ευρύτερη συνθήκη και ζήτησε να αφήσουν τη μουσική του «ήσυχη» μιας και αυτή αφορά καταρχήν τους ίδιους τους ανθρώπους. Τέλος και συνολικά, ο Oliver Anthony στέκεται πολύ προσγειωμένα απέναντι σε όλο αυτό τονίζοντας διαρκώς ότι το τραγούδι του θέλει να περιγράψει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και τα αδιέξοδα στα οποία βρίσκεται και ο ίδιος και άλλοι άνθρωποι σαν αυτόν.

Δεν μπορούμε φυσικά να ξέρουμε που ακριβώς θα καταλήξει όλο αυτό, ούτε τι ακριβώς θα απογίνει ο Oliver Anthony. Σίγουρα, σε αυτό που κάνει υπάρχει ειλικρίνεια, σίγουρα σε αυτό που κάνει υπάρχουν αντιφάσεις και ακόμα πιο σίγουρα σε αυτό που συμβαίνει υπάρχουν πολλά περισσότερα πράγματα να δούμε, να καταλάβουμε και να αντιληφθούμε πέρα από ένα τραγούδι. Στην τελική, το θέμα μας δεν είναι το τραγούδι και ίσως ούτε καν ο τραγουδιστής. Είναι το τι συμβαίνει με το τραγούδι.

Και ενώ στις ΗΠΑ, έχει ανοίξει αυτή η τεράστια συζήτηση για το νόημα ενός τραγουδιού και είναι με έναν πολύ ενδιαφέρον, όχι απαραίτητα με θετικό, τρόπο έντονο αντικείμενο συζήτησης, εδώ, δυτικά της Νέας Φιλαδέλφειας, με αφορμή ένα πολύ πιο τραγικό συμβάν, τη δολοφονία του Κατσουρή, η συζήτηση φάνηκε να αναπτύσσεται σχεδόν με τον ίδιο πολύ λάθος τρόπο.

Από τη μια είχαμε μια προσέγγιση να εστιάζει στην κόντρα σε επίπεδο συλλόγων ΑΕΚ και ΠΑΟ, που λόγο κυρίως μιας πιο έντονης πολιτικοποίησης κάποιων οπαδών η μια πλευρά υποτίθεται είναι «αριστερή» και η άλλη υποτίθεται είναι «ακροδεξιά». Από την άλλη είχαμε να ακούμε επιχειρήματα για το πως όλοι οι οπαδοί των ποδοσφαιρικών ομάδων είναι «θύματα» των ιδιοκτητών των ΠΑΕ και ότι όλα γίνονται για τα φράγκα. Και από την παράλλη είχαμε να ακούμε τις συνήθεις ηλιθιότητες περί οπαδικής βίας και χουλιγκανισμού.

Ας ξεκαθαρίσουμε λίγο κάποια πράγματα. Ένα πρώτο και πολύ βασικό λάθος που γίνεται σε ό,τι έχει να κάνει με το πως αντιλαμβανόμαστε τον αθλητισμό συνολικά, είναι η άγνοια μας για το γεγονός ότι είναι ένας χώρος πολιτισμικής δραστηριότητας της κοινωνίας και μάλιστα μαζικής. Ένα ακόμα μεγάλο λάθος είναι να αγνοούμε το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι που, όπως σε κάθε επιμέρους κοινωνική δραστηριότητα λαμβάνει χώρα εντός του, και να κλείνουμε τα μάτια μας στα θέματα που προκύπτουν και όχι απλά να τα αγνοούμε αλλά να τα υποβιβάζουμε σε μια ακραία έκφανση εθελοτυφλίας. Ένα ακόμα λάθος είναι να αγνοούμε την εργασία και των αθλητών και όλων των άλλων εργαζομένων που πραγματοποιείται εκεί και να τη θεωρούμε ασύνδετη με την πραγματικότητα. Ένα ακόμα μεγάλο λάθος είναι να αγνοούμε τις αναδιαρθρώσεις που πραγματοποιεί μέσα εκεί το κεφάλαιο για να αυξήσει το κέρδος του και την οικονομία που χτίζεται πάνω στην αθλητική δημιουργία. Εν γένει λοιπόν, για να καταλήξουμε και κάπου, το πρόβλημα είναι ότι το διάλογο περί αθλητισμού σε όλα του σχεδόν τα σημεία του τον αντιλαμβανόμαστε σχεδόν ακριβώς όπως τον αντιλαμβάνεται και η ίδια η καπιταλιστική συνθήκη μέσα στην οποία αυτός αναπτύσσεται, δηλαδή σαν μπίζνα και φράγκα, σαν πολιτικό συμφέρον, σαν επίδειξη δύναμης και εθνικής ή συλλογικής υπερηφάνειας, σαν στοιχείο επιβολής και κυριαρχίας. Και δεν είναι το θέμα ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι στοιχεία του αθλητισμού, γιατί είναι, το θέμα είναι ότι θεωρώντας αθλητισμό μόνο τα παραπάνω αγνοείς τις αντιφάσεις του, αγνοείς την ιστορική κίνηση και ακόμα περισσότερο αγνοείς στοιχεία εκείνα τα οποία μπορούν να σταθούν απέναντι σε αυτούς τους όρους.

Προφανώς, το όλο θέμα με την δολοφονία του Κατσουρή έχει πολλές διαστάσεις, και όπως η ίδια η πραγματικότητα είναι αντιφατικό. Η προσπάθεια να φορέσει κανείς την πραγματικότητα στο σώμα της ιδεολογίας πάντα θα είναι αποτυχημένη. Ένας άνθρωπος δολοφονήθηκε από νεοναζί οπαδούς της Ντιναμό Ζάγκρεμπ σε συνεργασία με νεοναζί οπαδούς του ΠΑΟ, και ένας άλλος ακόμα άνθρωπος κάποιες μέρες μετά ο Σιράζ Σαφτάρ δολοφονήθηκε λίγο πιο πέρα από την Νεα Φιλαδέλφεια στον Περισσό ενώ πήγαινε για τη δουλειά του με εμφανώς ρατσιστικά κίνητρα. Αυτά είναι ήττες. Και ως ήττες οφείλουμε να τις αποδεχτούμε και να μην εθελοτυφλούμε απέναντι τους και να ξεκαθαρίσουμε επίσης, έστω λίγο, τι συνιστά νίκη, πάντα έχοντας επίγνωση ότι με τέτοιες απόψεις και πρακτικές δεν θα ξεμπερδέψουμε ακριβώς εύκολα.

Το βασικό λάθος που γίνεται και στις δύο συζητήσεις είναι ότι εκατέρωθεν, και από τη «δεξιά» και από την «αριστερά» η συζήτηση γίνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: πως θα εντάξουμε για μικροπολιτικούς λόγους και πως θα προσπαθήσουμε να πείσουμε, βασικό τον εαυτό μας, ότι το σύνολο των δικών μας ιδεολογικών αρχών είναι το σωστό. Οι άνθρωποι όμως, που λένε τουλάχιστον, ότι ενδιαφέρονται για την πρόοδο της κοινωνίας (ας το θέσουμε έτσι), είναι αυτοκτονικό να σκέφτονται με αυτό τον τρόπο.

Ο πολιτισμός, και ο αθλητισμός ως μέρος του, δεν είναι κάτι που απαιτούμε να μας επιβεβαιώσει τις πολιτικοκοινωνικές μας αντιλήψεις. Οι καλλιτέχνες, οι αθλητές και αθλήτριες, οι συγγραφείς δεν είναι υποχρεωμένοι να είναι μέλη του όποιου φανταστικού κόμματος και δεν μπορούμε να τους/τις ζητάμε να παίρνουν θέση για όποιο θέμα προκύπτει. Επίσης, πολύ γόνιμο θα ήταν να σταματήσουμε να ψάχνουμε για σωτήρες και μεσσίες εκεί, (είναι εντυπωσιακό πως ένα απλό συμβάν με τον Τεντόγλου που πήγε να χαιρετήσει πρώτα τον παππού του απέκτησε τέτοια διάσταση στα social media). Το νόημα στον πολιτισμό, το νόημα στον αθλητισμό, το νόημα στην ίδια την πραγματικότητα είναι ρευστό, είναι αντιφατικό και είναι διαρκές. Είναι γίγνεσθαι δεν είναι στιγμιότυπο και δεν είναι ένα παγωμένο άγαλμα το οποίο θαυμάζουμε στο μουσείο. Και εκεί ακριβώς είναι το κλειδί ώστε να γίνουμε μέρος αυτού του γίγνεσθαι.

Ο Oliver Anthony μιλώντας για τα κίνητρα του πίσω από το τραγούδι μίλησε για νέους ανθρώπους που έχει δει να λιώνουν στην δουλειά και με το ζόρι να τα βγάζουν πέρα, μίλησε για όλους εκείνους που έχει δει να χάνονται στις εξαρτήσεις, στη βία και στα αδιέξοδα, μίλησε για το μίσος και για το τι απέγινε η στοιχειώδης ανθρωπιά στους γύρω μας. Και μιλώντας για όλα αυτά δακρύζει. Και εκεί είναι που ξέρεις και συνειδητοποιείς ότι το δάκρυ αυτό δεν αφορά κάποια συγκεκριμένη απώλεια, αλλά αφορά το πως ζούμε σε ένα σύστημα και σε μια συνθήκη που εξαφανίζει από μέσα μας την ίδια την θεμελιώδη μας συνθήκη ως άνθρωποι και ως κοινωνικοπολιτικά όντα. Μια συνθήκη που ξεκινάει στα HR των μεγάλων πολυεθνικών και φτάνει μέχρι τους κυνηγούς «κομματιών» στον Έβρο. Εκεί είναι που συναντιόμαστε με τον Oliver, το Μιχάλη, τον Σιράζ και την πολύ σκληρή πραγματικότητα.

βα.αλ. – ανθρακωρηχείο


More Posts for Show: Ανθρακωρηχείο