Μνήμη Κώστα Καλφόπουλου

γράφει ο Σπύρος Καλετσάνος (Noir)

   Γεννήθηκες ακριβώς πάνω στο πικ της εποχής της περιπλάνησης, τότε που με το Στο Δρόμο του Kerouac στην κωλότσεπη (ή με το δισάκι τους στον ώμο κατά το  Νιόνιο) εκατοντάδες νέοι έψαχναν το άπιαστο, το κρυμμένο, το διαφορετικό. Τότε που ξεκινούσε – αν και ήδη είχε 2-3 χρόνια στην πλάτη – το rock ‘n’ roll και στη δεύτερη πατρίδα σου – την πολιτιστική (Kulturheimat) όπως την έλεγες – έσκαγαν δειλά δειλά οι Halbstarken και η νέα γενιά της “ανοικοδόμησης” είχε ως είδωλο τον μαυροφορεμένο Horst Buchholz -την ύπαρξη του οποίου, καθώς και του film Die Halbstarken έμαθα στο εξαίρετο βιβλιαράκι Μαύρο Δερμάτινο Μπουφάν (εκδ. Στύγα) του Mick Farren. Ύστερα ήρθαν οι Εxis, οι Beatles και μετά μπαμ,κοινόβια, καταλήψεις, πορείες και ο ήχος της σφαίρας, άλλωστε τα είπε ο Rudi και τα τραγούδησε ο Luke Haines: We’ve got to get armed. Η γενιά του ’68 δε σημάδεψε μόνο όσους ήταν κάτω από 30 (τότε), αλλά “σημάδεψε” και συνεχίζει να το κάνει σε όλον τον πλανήτη, πολιτιστικά, φιλοσοφικά, κοινωνικά. Παιδί της ήσουν και συ,πολιτικοποιημένος με τον τρόπο σου, χωμένος στην pop – απ’ όποια πλευρά και αν την προσεγγίσουμε – μα και τη “βαθιά” κουλτούρα: Simenon, Benjamin, Barthes, Handke, Καραγάτσης, Χάκκας, Βασιλικός. Αυτή η πρόσμιξη που οι διανοούμενοι και οι ακαδημαϊκοί δυσκολεύονται να αφομοιώσουν, για σένα ήταν σαν δεύτερη φύση.

  Σε “γνώρισα” ‘ένα φθινοπωρινό απόγευμα των αρχών του νέου αιώνα και της νέας – θρυλούμενης – χιλιετίας, κοιτάζοντας τη φωτογραφία ενός Ιρλανδού στο Belfast που πάνω απ’ το κεφάλι του είχε την επικεφαλίδα Στην Εποχή Της Περιπλάνησης. Αγόρασα το βιβλίο – πρέπει να ήταν στην έκθεση βιβλίου στην Αρεοπαγίτου τότε – κάθισα σ’ ένα παγκάκι και άρχισα να το ξεφυλλίζω ώσπου stuck in the middle with …Baader Meinhof, αναρωτόμενος γιατί δεν πήρα χαμπάρι αυτόν το δίσκο – του Luke Haines – όταν εκδόθηκε το 1996. Εν τω μεταξύ ξεκίνησες να γράφεις βιβλία νουβέλες, μυθιστορήματα, να επιμελείσαι εκδόσεις, εκεί λοιπόν σε ξαναβρήκα κοιτώντας πιο προσεκτικά και αναγνωρίζοντας το όνομά σου, ήταν ένα βιβλίο για τον Lennon (Λένον) από τις εκδόσεις Πλέθρον, που όλο και το ψαχούλευα – και ακόμα 20 χρόνια μετά το πράττω πού και πού – κυρίως θέλοντας να μάθω για τα χρόνια του Αμβούργου. Ναι εκεί που έζησες -θυμάσαι που μου έστειλες κάποιες φωτογραφίες από το ίδρυμα Βέντερς “για προσωπική χρήση”- στην αγαπημένη μου πόλη, το δικό μου “όνειρο” που όμως “δεν υπάρχει πια” όπως μου έγραψες. Και όχι μόνο αυτό αλλά και το αγαπημένο μου HSV βρίσκεται εδώ και χρόνια στη zweite (2) Bundesliga. Μα τα όνειρα δεν είναι μια λογική και γραμμική διαδικασία.

Τα βιβλία και τα κείμενα πολλά, όπως και τα θέματα από τον (αγαπημένο σου) Benjamin ως το φλίππερ και από την (αγαπημένη μας) Meinhof ως το  (δάσκαλο) Μαρή. Για να είμαι ειλικρινής αυτό – σου – το πινγκ πονγκ, πάντα μου άρεσε και εν τέλει κάπως έτσι γνωριστήκαμε. Το ανήσυχο πνεύμα βρίσκει τα περάσματα πίσω απ’ τον καθρέφτη και έτσι εσύ ένας δημοσιογράφος-συγγραφέας με το physic – αλλά και τη γλώσσα – ενός διανοούμενου (μάλλον δε θα σου άρεσε να σε αποκαλώ έτσι) που όμως αγαπούσες το ποδόσφαιρο, ανακάλυψες ένα έντυπο διαφορετικό από τα άλλα εγχώρια (και μη). Στο HUMBA! η νεανική καύλα, η DIY φανζινάδικη αισθητική πρόταση και η αμόλυντη αγάπη όσων το έτρεχαν και έγραφαν σε αυτό, σε έφερε πλάι σε μια άλλη γενιά και μια εντελώς διαφορετική εκδοτική οπτική. Εσύ που πέρασες από τόσα και τόσα έντυπα και εκδόσεις, βρήκες στο πρόσωπο των παιδιών κάτι αυθεντικό και αγνό και από εκεί έφτασες και στον Music Society.

Όταν το μικρό αδερφάκι του CLM, το Πολάρ, ήρθε στην επιφάνεια με τις κατάλληλες συνεννοήσεις -μέσω του ΠιΖήτα – βρήκαμε έναν τρόπο επικοινωνίας και φάνηκε πως ήθελες πολύ να ωθήσεις και το περιοδικό, αλλά και μια σειρά εκπομπών – μετά μουσικής φυσικά. Είχε προηγηθεί το mixtape σου καθώς και 2 παρουσίες σου στο studio του σταθμού (μάλλον στα studio), αλλά εδώ δεν ήταν αθλητικό το θέμα. Με το Μαιγκρέ στο ισόγειο του οποίου ήσουν θαμώνας -μάλιστα συνήθως όποτε σταμάταγα για έναν γρήγορο καφέ, για σένα μιλάγαμε με τη Νατάσα και τη Φωτεινή – ήταν σα να βρήκες ένα “στέκι” εκεί στο μικρό δρομάκι της Γενναδίου, με τις εκδόσεις Κέδρος απέναντι. Τελικά η μία εκπομπή έφερε την άλλη, όμως ο χρόνος είναι αμείλικτος το ίδιο και η στιγμή, έτσι το καλοκαίρι ήρθε ο σταθμός άλλαξε χώρο, ήρθε ο covid και όλα άλλαξαν, εσύ όμως μας παρακολουθούσες από κοντά, βάζοντας μάλιστα και το logo του σταθμού στο υπέροχο περιοδικό Πολάρ, που κάθε 6 μήνες διεύρυνε τους ορίζοντες μας και την οπτική μας.

Πάντα διάβαζα τα βιβλία σου και τα κείμενά σου και έχοντας πάντα στο νου τις εκπομπές και τα θέματα αυτών με απασχολούσαν, πράγματα που και συ ανασκάλευες: Spy novel, Godard, Beatles, Wolf Biermann, Jean Patrick Manchette, Αμβούργο, Αλγερία, Φλίππερ. Και παρότι τα έκανα πράξη εν τέλει, πάντα ήθελα να ξανακάνουμε με κάποια – ή και καμία – αφορμή εκπομπή, ή έστω να τα πούμε. Δυστυχώς υπήρξαν λίγες ευκαιρίες, σε κάποια φεστιβάλ, παρουσιάσεις, προβολές που δεν κατάφερα να παραστώ, τώρα όμως σκέφτηκα με τον καινούριο χώρο κάτι πρέπει να γίνει που δυστυχώς έμεινε σκέψη. Το πιο πρόσφατο βιβλίο σου Ό,τι Αρχίζει Ωραία Τελειώνει με Φόνο ήταν μια πολύ καλή αφορμή, μαζί και με τα 2 προηγούμενα, αλλά…

Ποδόσφαιρο, μουσική, κινηματογράφος, αστυνομικό, κατασκοπευτικό, πολιτική για όλα μπορούσαμε να βρούμε κοινό πεδίο, μα πιότερο για την Ulrike. Θυμάμαι τότε στην εκπομπή περί Baader Meinhof που έφερες τα Γερμανικά βιβλία περί R.A.F. και φόρεσες τη μπλούζα με τη φώτο από τις φυλακές της Κολωνίας που – όπως γράφεις στις 10 Ανεπίδοτες Επιστολές στο γράμμα προς την Meinhof φυσικά – έβαλες μόνο 1-2 φορές (όταν το διάβασα ένιωσα ακόμα πιο περήφανος, που μια από αυτές ήταν σ’ εκείνη την εκπομπή). Θυμάσαι βάλαμε και το αγαπημένο της τραγούδι – A Whiter Shade Of Pale– και βγήκαμε για ένα τσιγάρο στο σαλόνι και ένιωθα πως είχαμε τόσα ακόμα να πούμε, αλλά πάντα οι καταστάσεις μας “έκοβαν”.

Δε θα μιλήσω για εργογραφία – άλλωστε είναι εύκολο να βρεθεί στο διαδίκτυο – αλλά προσωπικά μερικά βιβλία σου τα αγάπησα, κατ’ αρχήν τα 2 noir (Καφέ Λούκατς και Ένα Παράξενο Καλοκαίρι) πρωτίστως. Το πρώτο για την ατμόσφαιρα, την αναφορά στον Eric Ambler, αλλά κυρίως για την “ωδή” στην ελαφρά ταξιαρχία του Πούσκας που επέλαυνε ασυγκράτητη στα γήπεδα της μεταπολεμικής Ευρώπης. Και το δεύτερο για το Αμβούργο, τους Dire Straits, τη συνεχή διακοπή της αφήγησης μέσω Tour de France. Ταυτόχρονα το Καρέ-Καρέ και άλλα διηγήματα (όπως και τα 2 προηγούμενα από τις εκδόσεις Άγρα), με τις μικρές ιστορίες από τη δίνη του χρόνου, μετρημένες και …περιπλανώμενες.

Όμως αν και -θεωρούσα πως- ήσουν ένας κατ’ εξοχήν συγγραφέας του είδους -που πάντα χωριζόταν σε πιο μικρές κατηγορίες- εντούτοις ήσουν πολλά περισσότερα. ΦλίππερTiltMultiball (σαν συνέχειες) χτυπήματα της …μνήμης για το αγαπημένο σου χόμπι(?), που μου έγραψες πολύ καλά λόγια για εκείνο μου το αφιέρωμα στο βιβλίο. Στο ίδιο κλίμα και τα Μικρό Εγκώμιο του Αστυνομικού που “αποκαλύπτει” την πρόθεση σου να “μορφώσεις” -όπως κάνει σε υπερθετικό βαθμό το Πολάρ τα τελευταία χρόνια- ένα κοινό που αυξάνεται μεν αλλά παραμένει ημιμαθές. Γιατί δεν αρκεί μόνο η πράξη, αλλά και η θεωρία είναι απαραίτητη, όσο και η ιστορία που μας αποκαλύπτει πολλά περισσότερα απ’ όσα νομίζει η γενιά της …google.

Το κείμενο τούτο, επηρεασμένο ων από τις 10 Ανεπίδοτες Επιστολές σου (εκδ. Gutenberg) γράφεται σε αυτό το ύφος, ίσως και επειδή είχα τόσα να σου πω, να κουβεντιάσουμε τέλος πάντων, τώρα όμως πρέπει να τα βγάλω κάπως από μέσα μου, ακριβώς όπως εσύ έκανες σε νεκρούς, ζωντανούς και …άυλους “ήρωες” (σου). Πολύ το ευχαριστήθηκα αυτό το ανάγνωσμα και στο όλον του, μα και ξεχωριστά: Ούβε Γιόνζον (Uwe Johnson) κατ’ αρχήν, εσύ άλλωστε ήσουν που πάσχισες ώστε ο Έλληνας αναγνώστης να μάθει ποιος ήταν και γιατί το Τρίτο Βιβλίο Για Τον Άχιμ αξίζει της προσοχής μας. Το ποδήλατο και πάλι εδώ, όπως και στο Ένα Παράξενο Καλοκαίρι, πρωταγωνιστεί και όποτε αναφέρεται το δίτροχο, η σκέψη μου πηγαίνει στην στάνταρ αναφορά σου σε Βέλγους (Σιμενόν, Ερζέ και ΤενΤεν φυσικά, Μαγκρίττ, Μπρελ, Πουαρό) στον Έντυ Μερξ (Eddy Merckx) το μεγαλύτερο όλων.

Όπως βλέπεις πλατειάζω και μπλέκω ένα σορό θέματα και πρόσωπα που βρίσκει κανείς στα βιβλία σου. Τέλος πάντων από τις 10 Ανεπίδοτες Επιστολές, ξεχωρίζω τα γράμματα στο Νιόνιο, τον Μαρή και (φυσικά) τη Meinhof – την αγία Ιωάννα των σφαγείων όπως την χαρακτήριζες – για της οποίας τη βιογραφία έγραψες τον πρόλογο (ως ο πιο κατάλληλος). Το βιβλίο Far from the RAF το αποδεικνύει στο έπακρο τούτο, όπως και τα κείμενά σου για το  Μπένο Όνεζοργκ, το Χρήστο Τσουτσουβή (η σύντομη ζωή κι ο φωτεινός θάνατος ενός φυγάδα spank) και – επιστρέφοντας στην αρχή του κειμένου – όταν ο ένοπλος αγώνας στροβιλίζεται στις 33 στροφές …there’s no manifesto/there’s no formal plan (“τεντώστε τ’ αυτιά σας και βάλτε το πικ-απ να παίζει στη διαπασών”).

Καλό υπόλοιπο περιπλάνησης σε άλλους κόσμους πια.

 

Ακολουθεί η λίστα με τις εκπομπές που έλαβαν χώρα στο Music Society, καθώς και το mixtape του Κώστα Καλφόπουλου για τον σταθμό:


More Posts for Show: Noir