Copenhagen, you’re the end
Gone and made me a child again
Warmed my feet beneath cold sheets
Dyed my hair with your sunny streets
Children aren’t afraid to love and laugh
When life amuses them

Είμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού, η δεκαετία του ’70 μόλις έχει ξεκινήσει και, σε κείνη τη γωνιά του κόσμου, συμβαίνουν τόσα και τόσα. Απεργίες, διαδηλώσεις, το φοιτητικό κίνημα βρίσκεται σε έξαψη, πολιτικές ομάδες ξεπηδούν από παντού, ενώ όλο το έθνος ακόμα συζητάει για τη 2η θέση στο Μουντιάλ του Μεξικού. Πολιτική και ποδόσφαιρο βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, το θερμό φθινόπωρο και οι βόμβες στην Πιάτσα Φοντάνα του Μιλάνου είναι ακόμα νωπές, ο Μπαλεστρίνι γράφει το εμβληματικό βιβλίο Τα Θέλουμε Όλα, οι φασίστες περιμένουν στη γωνία για να αρπάξουν την εξουσία, στο Τρέντο ιδρύονται οι Ερυθρές Ταξιαρχίες. Η δυναστεία της Βαρέζε στο ευρωπαϊκό μπάσκετ μόλις έχει ξεκινήσει και, στη Serie A, η σπουδαιότερη –και πρωταθλήτρια– ομάδα της Ιταλίας προέρχεται από τη Σαρδηνία (Κάλιαρι), ενώ στο Τορίνο «γλείφουν» τις πληγές τους, με νέο τεχνικό τον άπειρο Αρμάντο Πίκι –παλιό ιντερίστα που «έφυγε» στο τέλος της σεζόν από καρκίνο, μόλις στα 35 του. Το στάδιο Κομουνάλε εκείνη τη μέρα δεν φιλοξενεί κάποια προπόνηση-φιλικό της Γιούβε ή της Τόρο, μήτε κάποια συναυλία και όμως οι εξέδρες είναι κατάμεστες από 40.000 ανθρώπους. Όχι δεν περιμένουν την 2η –και 1η επί των θνητών– εθνική ανδρών του πλανήτη, αλλά τη γυναικεία σκουάντρα ατζούρα.

Τελικά, το 1970, η Ιταλία ήταν παντού φιναλίστ –μόνο το μπάσκετ την έβγαλε ασπροπρόσωπη με Βαρέζε και Νάπολι να κερδίζουν τους δύο ευρωπαϊκούς τίτλους–, αλλά δεν είχε και τόση σημασία. Ένα νέο «ταξίδι» ξεκινούσε που άργησε όμως να «αγκαλιαστεί» από τους επίσημους φορείς και τον κόσμο. Το 1ο γυναικείο Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας της FIEFF (Ευρωπαϊκής ανεξάρτητης ομοσπονδίας γυναικείου ποδοσφαίρου) που την τριετία 1969-1971 διοργάνωσε 3 τουρνουά, αλλά έπεσε στις πιέσεις της UEFA και τις απαγορεύσεις τοπικών ομοσπονδιών. Η Ιταλία ήταν βασικό μέλος, μιας και διέθετε ήδη γυναικεία λίγκα, διπλή κιόλας, ένεκα διάσπασης! Αυτό το χαοτικό πλαίσιο υπήρξε ίδιον των Ιταλών μεν και «προϊόν» των χρόνων του ’68 δε, και έτσι γεμάτο εμπόδια και καπελώματα συνεχίστηκε, κάθε αρχή και δύσκολη άλλωστε. Στον αγωνιστικό χώρο, δύο ομάδες πρωταγωνίστησαν και αν η μία ήταν η οικοδέσποινα, η άλλη προήλθε αυτούσια από ανήλικες κορασίδες της BK Femina. Οι Δανέζες, ερχόμενες από μια άλλη συνθήκη, και κοινωνική αλλά και ποδοσφαιρική «κουλτούρα», αποτέλεσαν τις πρώτες –έστω και ανεπίσημες– παγκόσμιες πρωταθλήτριες. Και τούτο συνέβη με δανεικές εμφανίσεις της Μπολόνια, μιας και οι δικές τους εκλάπησαν.

Θαρρείς και εκείνη η κοινωνία πήρε στα πολύ σοβαρά το Δεύτερο Φύλο της Μποβουάρ και θέλησε να αλλάξει τους συσχετισμούς ωθώντας τη γυναίκα προς την απελευθέρωση. Και αν το φιλμ –και βιβλίο– The Danish Girl είναι πια γνωστό, εμείς θα βουτήξουμε στον χρόνο και θα μεταφερθούμε στην Κοπεγχάγη των 60s. Φοιτητές, οικολογικό κίνημα, κοινόβια, αντικουλτούρα, μουσική μπλέκουν σε μια εποχή που στη Δανία συντελείται ένα κοινωνικό ξέσπασμα. Η γυναίκα βρίσκεται σε πρώτο πλάνο όχι όμως αποκλειστικά στον φεμινιστικό τομέα –που στη δυτική-βόρεια Ευρώπη ήδη κάνει αρκετά βήματα–, αλλά σε όλα τα επίπεδα. Η πρωτοποριακή μουσικός Else Marie Pade, οι –επίσης μουσικοί– Annisette, Birgit Lystager, Marilyn Mazur, αλλά και η πρώτη γυναίκα υπουργός (παιδείας) Nina Bang (100 χρόνια πριν, στην πρώτη σοσιαλδημοκρατική δανέζικη κυβέρνηση), η «θεά» Anna Karina, μα κυρίως η Ulla Hautton της διεθνιστικής ομάδας Blekingegade (περί αυτής, διαβάστε το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο Μετατρέποντας το χρήμα σε εξέγερση από της εκδόσεις Δαίμων του Τυπογραφείου) αποτελούν κάποιες πολύ σημαντικές μορφές. Άλλωστε η πόλη που τότε «αποθέωσε» η φωνάρα του Scott Walker (Copenhagen) ήτο γένους θηλυκού, με σύμβολο τη γοργόνα του γνωστότερου παραμυθά της οικουμένης.

Κάποτε βρέθηκα με κάποιους φίλους στην πόλη και αποφασίσαμε να κινήσουμε για το σύμβολο-έμβλημα της Κοπεγχάγης. Φτάνοντας, είχε νυχτώσει και μετά βίας καταφέραμε να τη δούμε, παραξενεμένοι με μια «βαλκανική» αίσθηση των μνημείων, αλλά καθώς αργότερα, μέσα στην κρύα φλεβαριάτικη νύχτα, έπινα την μπίρα μου –έχοντας κολλημένο στο νου μου το… τραγουδάκι του Tom Waits «Tom Traubert’s Blues» (Four Sheets To The Wind In Copenhagen), αναφορά στη ντόπια δεσποινίδα Mathilde Bondo– σκεφτόμουν πως αυτό είναι μια πραγματική φεμινιστική στάση. Δεν εξυψώνεις ούτε μεγαλοποιείς, μα πιότερο αντιμετωπίζεις ακριβώς όπως ονειρεύεσαι ως… ίση προς ίσο. Και παρά τα όσα πέρασε η εν λόγω Γοργόνα, που δεν ήταν λίγα, μιας και οι καταστασιακοί τής πήραν το… κεφάλι το μακρινό 1964, άλλοι το χέρι και η ίδια η κυβέρνηση τη σήκωσε ολόκληρη προς χάριν της έκθεσης Expo 2010 στη Σαγκάη, αυτή η μικροσκοπική φιγούρα παραμένει σθεναρά και αποφασιστικά το σήμα κατατεθέν της πόλης 110 χρόνια τώρα. Σ’ ένα βράχο, στην κόψη μεταξύ στεριάς και θάλασσας, εκείνη η κομψή μα και θλιμμένη μούσα πρώιμων ονείρων αντικατοπτρίζει το Τέλος της Κοπεγχάγης (κατά τον σπουδαίο Asger Jorn) ή και είναι το τέλος (κατά τον Scott Walker), αν και πολλοί και πολλές είχαν άλλη άποψη περί αυτού.

Τον Σεπτέμβρη του 1970, άτομα προερχόμενα απ’ τον πυρήνα της μεγάλης πορείας κατά του forum της παγκόσμιας τράπεζας πυρπόλησαν το κτίριο όπου διεξαγόταν το συνέδριο. Την ίδια χρονιά, οι Rødstrømpebevægelsen (κίνημα Κόκκινες Κάλτσες) άνοιγαν τη δεκαετία, ενώ η Νέα Κοινωνία (Det Ny Samfund) «χτιζόταν» και παράλληλα… γκρεμιζόταν στο νησάκι Thy στον βορρά. Έναν χρόνο αργότερα, ένα άλλο «πείραμα» γεννιόταν, αυτό της ελεύθερης Χριστιανίας (Christiania), σε μια μεγάλη εγκαταλελειμμένη στρατιωτική έκταση. Η πόλη της ουτοπίας είχε αναδυθεί τον Σεπτέμβρη του ’71, όταν στην πόλη έφταναν 16 κορίτσια από το Μεξικό με το 2ο σερί Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου στις αποσκευές τους. Τρία γκολ της 15χρονης Susanne Augustesen στις 5 Σεπτέμβρη 1971 έστεψαν τις Δανέζες πρωταθλήτριες ξανά κόντρα στις οικοδέσποινες Μεξικάνες (όπως ακριβώς κόντρα στις Ιταλίδες ένα χρόνο νωρίτερα).

Ας γυρίσουμε όμως και πάλι λίγο πίσω στον χρόνο. Όταν αναφέρεσαι στη Δανία και δίπλα συμπληρώνεις τις λέξεις πολιτική και τέχνες, το πρώτο όνομα που σου έρχεται στον νου είναι αυτό του Asger Jorn. Πάλαι ποτέ σύντροφος του Guy Debord και αδερφός του διασπαστή της Καταστασιακής Διεθνούς και… αποκεφαλιστή της γοργόνας Jorgen Nash, ο Jorn υπήρξε πνεύμα φλογερό, φιλοσοφημένο και… βάνδαλο. Ιστορική μορφή, πέρασε πολλά και από πολλές καταστάσεις και ομάδες (Σπείρα, COBRA, Καταστασιακούς, Διεθνές κίνημα για ένα φαντασιακό μπάουχαους, Σκανδιναβικό ινστιτούτο συγκριτικού βανδαλισμού), πολυεπίπεδος άνθρωπος και καλλιτέχνης (κεραμίστας, ζωγράφος, ιστορικογράφος, θεωρητικός), έγραψε (δύο δικά του βιβλία, μαζί με τον Debord κυκλοφορούν στη γλώσσα μας) και διατύπωσε θέσεις. Μία τέτοια υπήρξε η τριλεκτική μέθοδος, βασισμένη σε προγενέστερες σκέψεις, η οποία παρουσιάστηκε επίσημα στο εκπληκτικό του έργο Αγριότητα, Βαρβαρότητα και Πολιτισμός (1964). Πάνω σε αυτήν τη θέση πειραματίστηκε και την εξέλιξε με τα χρόνια, φτάνοντας από τα τρία βασικά χρώματα στο… three sided football, φανταζόμενος ένα παιχνίδι 3 ομάδων με 3 τέρματα. Στο εξάγωνο και όχι ορθογώνιο τερέν, οι ομάδες παίζουν αντίπαλες με τις υπόλοιπες και κερδίζει εκείνη που θα φάει τα λιγότερα γκολ. Αυτή η στατική, αμυντική και τρόπων τινά μη δυναμική οπτική του ποδοσφαίρου έλαβε σάρκα και οστά στις αρχές των 90s –αμέσως μετά τη μεγαλειώδη και ανέλπιστη κατάκτηση του Euro από την ανδρική εθνική ομάδα της Δανίας– και ήδη μετράει 3 διεθνείς διοργανώσεις, με πρώτη, 100 χρόνια από τη γέννηση του Jorn, το 2014 σε μια πόλη που πρωτοέθεσε τις βάσεις της θεωρίας αυτής.
Στο Silkeborg –εκεί που βρίσκεται και το μουσείο Jorn και έλαβε χώρα το 1ο 3SF World Cup–, με αφορμή μια έκθεση, ο Asger έγραψε το κείμενο Ούτε Αφαίρεση Ούτε Σύμβολο. Μεταξύ άλλων σημείωνε (σε μετάφραση Γιάννη Δ. Ιωαννίδη):

«Το παιχνίδι της ζωής εκτυλίσσεται σύμφωνα με τα ενδιαφέροντα τριών ομάδων, που αντιστοιχούν σε τρεις διαφορετικές αντιλήψεις του ιερού. Μπορεί κανείς να θεωρεί πολυτιμότερο τον παίκτη και τη διακινδύνευση ή πάλι εκτιμά περισσότερο τους κανόνες του παιχνιδιού και τη διαιτησία. Τέλος, μπορεί κανείς να βάζει πάνω απ’ όλα τη δική του ψυχαγωγία ως θεατής και επομένως να θεωρεί σημαντικότερο απ’ όλα το αποτέλεσμα του παιχνιδιού, απαιτώντας να παίζεται το παιχνίδι γι’ αυτό και μόνο που τον ψυχαγωγεί πάνω απ’ όλα. Ένα από τα πράγματα που εξέπληξαν περισσότερο τους Ρωμαίους, όταν ήρθαν σε επαφή με τους βόρειους λαούς στην αρχαιότητα, ήταν ο (εντελώς άνευ νοήματος γι’ αυτούς) σεβασμός που έδειχναν οι Βόρειοι προς το αγώνισμα και τον παίκτη, μια στάση την οποία εξακολουθούν να βαστούν βαθιά μέσα στην καρδιά τους μέχρι τις μέρες μας. Είναι ίσως περίεργο, αλλά αυτή η στάση είναι δυνατόν να θεωρηθεί σαν μια έλλειψη ενδιαφέροντος για το ίδιο το αγώνισμα, επειδή ο Βόρειος ούτε το διακόπτει ούτε σηκώνεται να φωνάζει. Εμείς οι Βόρειοι αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να περιμένουμε μέχρι να τελειώσει ο αγώνας ώστε ν’ αρχίσουμε, τότε, να επεξεργαζόμαστε τις εντυπώσεις μας γι’ αυτόν. Έτσι, οι επεξεργασμένες εντυπώσεις μας από τον αγώνα γίνονται το μοναδικό πράγμα που έχει σημασία και είναι ακλόνητο για εμάς. Αυτή η στάση αποτελεί ένα τρομακτικό εμπόδιο στην εκτίμηση των έργων τέχνης, διότι κανείς δεν ξέρει πού θα μπορούσε να πατήσει για να εξηγήσει ή να ακυρώσει αυτά που έχουν γίνει μέχρι τώρα − πράγμα που αναστέλλει δραστικά όλες τις γόνιμες αποτιμήσεις, χάρη στις οποίες η τέχνη του παρελθόντος αποκτά ζωτική σημασία. Γι’ αυτό τον λόγο, δεν θα με εξέπληττε καθόλου αν μου έλεγε κανείς ότι οι Βόρειοι λαοί ήταν εκείνοι που διέδωσαν με το μεγαλύτερο πάθος τη λατρεία των Αγίων στην Ευρώπη.»

Ήδη εκείνη τη χρονιά –το ’62–, όταν αυτές οι γραμμές γράφονταν, στη γειτονιά του Gladsaxe στην Κοπεγχάγη μια νέα ομάδα γεννιέται. Αποτελείται από κορίτσια, παίζει ποδόσφαιρο και όχι μόνο αυτό, αλλά έχει και χορηγό, το περιοδικό Femina. Η Boldklubben Femina, λοιπόν, μέσα στα χρόνια των 60s, εξελίσσεται, περνάει τα σύνορα, φτάνοντας ως την Τσεχοσλοβακία του ’68, απ’ όπου επιστρέφει με 2 παίκτριες, μεταβαίνει στην Ιταλία –ως εθνική Δανίας–, όπου λαμβάνει χώρα η πρώτη ανεπίσημη διεθνής διοργάνωση. Ένα χρόνο μετά, γίνεται στην ίδια χώρα η επίσημη πρώτη, μα οι ομάδες δεν έχουν μόνο αντίπαλο εντός τερέν, αλλά κυρίως εκτός αυτού. Κοινωνίες συντηρητικές και ομοσπονδίες συγκεντρωτικές αποτελούν τον τρίτο πόλο, σαν μια… άυλη τριλεκτική ποδοσφαιρική μάχη, που έχει νικητή ή, μάλλον σωστότερα, νικήτρια που βασικά δεν έχασε. Η πραγματική νίκη αργεί ακόμα χρονικά, ακόμα και αν η εμφατική εμφάνιση της Δανίας μπροστά σε 110.000 θεατές θα μπορούσε να είναι το άμεσο έναυσμα.

Η επιστροφή θα φέρει μια «ομαλότητα» μιας και η DBU –υπό τη σκέπη της UEFA– αναλαμβάνει τα ηνία και σύντομα ξεκινάει το γυναικείο πρωτάθλημα, μέσα σε μια εποχή που στη Δανία φέρνει το διεθνές festival του Roskilde, τον θάνατο του Jorn, την εξέλιξη της Χριστιανίας και μουσική πολλή και καλή, συναυλίες, ηχογραφήσεις, μπάντες, festival. Φέρνοντας στον νου εκείνο το χωροχρονικό σημείο, υπάρχει μια τραγουδίστρια που έχει εισβάλει στο μυαλό μου και δεν λέει να βγει. Δεν είναι Δανέζα αλλά Νορβηγίδα, αν και δεν είχε «έδρα», ως περιπλανώμενη ταξίδεψε σε πολλά μέρη και η Κοπεγχάγη υπήρξε ένας σημαντικός σταθμός της. Ο λόγος για την Karin Krog (86 Μαΐων πια), με τη θεϊκή της φωνή συνεργάστηκε με πάμπολους σημαντικούς μουσικούς και ηχογράφησε πολλά υπέροχα album – τρία εκ των οποίων στην πρωτεύουσα της Δανίας. Την εποχή της προετοιμασίας της εθνικής γυναικών Δανίας στα υψίπεδα του Μεξικού, εμφανίστηκε στην Altena της Δ. Γερμανίας παρέα με το New Jazz Ensemble ’71, όπου τραγούδησε για 18 λεπτά το φευγάτο «Free Spirits» του Manfred Scoof. Ποιος ξέρει τι σκεφτόταν όταν το ερμήνευε, πάντως τα ελεύθερα πνεύματα λέγεται πως κάπως, κάπου, κάποτε συναντιούνται. «Free To Be» όπως σημείωναν και οι Maxwells, μια από τις σημαντικότερες ντόπιες μπάντες το 1969 και πάλι σε γερμανικό έδαφος (στην ετικέτα της MPS).

Σπύρος Καλετσάνος (Noir)