Πίσω από την οθόνη, τεντώνεται και μου γνέφει. Τον κοιτάω βαριεστημένα.

Αυτός ο κάκτος δε θα πεθάνει ποτέ. Εγώ θ’ απολυθώ κι εκείνος θα παραμείνει. Θα με κοιτά να τα μαζεύω και να φεύγω, αραχτός πάνω στο γραφείο, περιμένοντας την επόμενη γκόμενα που θα του φέρουν, για να την κοιτάει οχτώ ώρες στα μάτια.

–          Τι κάνεις;

–          Τι θες;

–          Τι να θέλω, βαριέμαι. Εσύ όλο κάτι κάνεις, γράφεις, πας κι έρχεσαι στον εκτυπωτή, μιλάς στο τηλέφωνο.. Εγώ τι κάνω; Χεσμένο μ’ έχεις κι εσύ κι εκείνος ο interior που μ’ έχωσε εδώ μέσα να βλέπω τα μούτρα σου κάθε μέρα.

–          Σταμάτα, έχω δουλειά. Πες τα αλλού.

–          Σε βαρέθηκα. Όλους σας βαρέθηκα.

–          Σταμάτα είπα. Θα μπερδευτώ στα νούμερα και θα πρέπει να τα κάνω όλα από την αρχή!

–          .. μ’ έχεις χώσει εδώ πέρα, ούτε ήλιο δε βλέπω.

–          Τι θες τώρα; Δε σε πάω στο παράθυρο; Sorry, αλλά δε με πληρώνουν για ν’ ασχολούμαι με τα φυτά μου. Καίγομαι, καταλαβαίνεις; Έπρεπε να το έχω παραδώσει εδώ και ώρες!

–          Πότε ήταν η τελευταία φορά που μ’ έβγαλες στο παράθυρο;

–          Τι λες μωρέ τώρα..

–          .. χ ω ρ ί ς να με ξεχάσεις τρεις μέρες να ψήνομαι..

–          Μια φορά έγινε. Θα με αφήσεις να δουλέψω;

–          Μαράθηκα, κάκτος πράμα και μαράθηκα.. Έκανα τόσον καιρό να συνέλθω. Σα δε ντρέπεσαι!

–          Θα τα θυμηθείς όλα τώρα; Δε σε μπορώ, πραγματικά! 33 επί συντελεστή 2,58..

–          Ογδονταπέντε και κάτι ψιλά. Θα με βγάλεις λίγο στον ήλιο;

–          Δεν έχει ήλιο μωρό μου, κοντεύει νύχτα κι εγώ ΕΙΜΑΙ ΑΚΟΜΑ ΕΔΩ γιατί με καθυστερείς ΕΣΥ! Θα με φωνάξει μέσα σε λίγο και δε θα τα έχω βγάλει τα νούμερα!

–          Δε σου φταίω εγώ. Ας πρόσεχες. Καριέρες μου ήθελες, φάτα τώρα και μη μιλάς.

–          Θα σε πετάξω στα σκουπίδια.

–          .. που μου ήρθες με ύφος, ότι κάποια είσαι δηλαδή.. Προφεσσιονίστ και μαλακίες.. Σου φουσκώσανε τα μυαλά ότι είσαι κάποια.. Η προηγούμενη καλύτερη ήταν!

–          Ας πήγαινες μαζί της!

–          Εγώ πήγαινα, αυτή δε με πήρε. Δεν πρόλαβε..

–          Αφού τη διώξανε νύχτα.. Ούτε τα τσοπ στικς από το συρτάρι δεν πήρε η ψωνάρα..

–          Εκείνη μ’ αγαπούσε. Με έβγαζε στον ήλιο κ ά θ ε μέρα, με τις ώρες!

–          Ε, γι αυτό πήρε πόδι..

–          Μου μιλούσε.. Πώς μου μιλούσε..

–          Όχι πάλι την ίδια ιστορία, να χαρείς! Πες μου πού είναι να σε πάω! Δε – σε – α – ντέχω!

–          Μη φωνάζεις, γιατί φωνάζεις; Συζητάμε!

–          Άλλα τρία mail και πάω σπίτι μου.. Πού είναι κι αυτός.. Δε θα με φωνάξει να τελειώνω;

–          Δε βαριέσαι όλη μέρα μπροστά στην οθόνη; Εγώ βαριέμαι και που την κοιτάω από πίσω.

–          Βαριέμαι εσένα και τη γκρίνια σου. Μου έκανε νόημα, είδες; Πάω!

–          Πάμε.

–          Πού πάμε; Τι λες;

–          Πάμε σου λέω. Δε θα ξανάρθουμε. Θα σε πάρω μαζί μου. Θέλεις;

–          Σπίτι σου;

–          Σπίτι μου, για αρχή και βλέπουμε.. Θα έρθεις;..

κατ.