Κάποιο καλοκαίρι  στη Χώρα ενός καταπράσινου νησιού είχα ακούσει μια γιαγιάκα να λέει ότι ο Σεπτέμβρης είναι σαν τις γάτες. Μπαίνει νυχοπατώντας, δίχως να το καταλάβουμε.

Πριν λίγες μέρες λοιπόν βούρτσισε τη γούνα του,πήδηξε ανάλαφρα απ’ τους ευκάλυπτους, εξόρισε τον Αύγουστο , γλίστρησε απ’ τα παραθυρά μας κι ελαμψαν τα μάτια του μέσα στο πρώτο υγρό σκοτάδι.

Στο φως τους κάθισα να ξενυχτήσω τα γιασεμιά μου και να διαβάσω τις σημειώσεις του μπλε φεγγαριού-τις βρήκα ριγμένες στην αυλή , μαζί με την εφημερίδα μου, θα τις πέταξε μάλλον καθώς τρεπόταν σε άτακτη φυγή από τα ξημερώματα. Στο φως τους έκλεισα τα δικά μου μάτια για να σε σκεφτώ λιγάκι όμως κατέληξα να μην σ’ ονειρεύομαι καν-ερχέται κάποια στιγμή που η ζωή εκεί έξω ζητά τα δίκια της απ’τον Μορφέα εκει πάνω.

Με ξύπνησαν κλαρίνα και καλιφορνέζικα τύμπανα-ηχηρό καλοσώρισμα στην πρώτη ή στη δεύτερη απ’ το τέλος εποχή του χρόνου-ανάλογα πώς τα μετράς- κι εγώ πια μετράω τις μέρες ανάποδα για την τελευταία μου ευκαιρία να ζήσω. Ήθελα τόσα να μοιραστώ μαζί σου, από το μαξιλάρι μου μέχρι την πρώτη αυτήν εδώ συναυλία του φθινοπώρου. Όμως εσύ έχεις κόψει εισητήριο και περιμένεις στα βραχάκια στην ουρά για το μεγάλο κονσέρτο των τζιτζικιών. Τρέμω την ώρα που θα σου πουν ότι αναβλήθηκε-ένεκα τέλους εποχής. Κι είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου όταν θυμώνεις, κοκκινίζουν κι άλλο και πετάνε σπίθς ένα γύρω κι άρωμα καρπούζι.

Μη στεναχωριέσαι θα σου στείλω ηχογραφημένα τερετίσματα όπου και να’ σαι και φρέσκα φύλλα που τα μάζεψα σήμερα πρωί πρωί. Κι αν είναι αλήθεια αυτό που λένε πως το φεγγάρι δίνει υποσχέσεις που τις λιώνει ο ήλιος το πρωί σαν το βούτυρο, υποσχέσου μου απόψε πώς δε θα ξαναθυμώσεις φθινόπωρο.

watch?v=JnfyjwChuNU

t.m.s

υ.γ: Καλή μας Χρονιά