Trip On An Orange Bicycle

Ολλανδία μια επίπεδη και τεχνητή χώρα που αναδύεται στην κυριολεξία πάνω στο νερό. Στο παρελθόν διέθετε μια πλούσια ιστορία, γεμάτη μάχες, θαλασσοπόρους, ταξίδια, βασιλιάδες, αποικίες, αλλά και ζωγράφους, αρχιτέκτονες, εμπόρους, φιλοσόφους. Καθώς οι αιώνες περνούν, φτάνουμε στον 20ο, όπου την εκβιομηχάνιση διαδέχεται ο Α’ και έπειτα ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος. Εδώ στο παιχνίδι μπαίνει η Ολλανδική ουδετερότητα -τουλάχιστον ως έξωθεν μαρτυρία. Ένα σημαντικό κομμάτι των ντόπιων, η Εβραϊκή κοινότητα κυρίως του Άμστερνταμ -που τότε ονομαζόταν χαρακτηριστικά Ιερουσαλήμ της δύσης- διώκεται, στέλνεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και δολοφονείται. Ο πόλεμος τελειώνει και η Ολλανδία γλύφει τις πληγές της, χωρίς φυσικά να βάζει το μαχαίρι στο κόκκαλο. Μόνοι όσοι βοήθησαν στην κάλυψη και διαφυγή Εβραίων και αντιστασιακών ξέρουν την αλήθεια και φυσικά όσοι επέστρεψαν από τα κολαστήρια. Πια οι Εβραίοι είναι μόλις το 10% σε σχέση με τον πληθυσμό που είχαν μια πενταετία νωρίτερα.

Η ζωή συνεχίζεται αν και άνευ ”χρώματος”, όλα είναι ήρεμα, βαρετά, μονόχνοτα, μόνο οι μεγάλες πλημμύρες του ’53 διαταράσσουν –κυριολεκτικά και μεταφορικά- τα νερά. Ο Καμύ έγραφε στην Πτώση το 1956 για εκείνη τη θλιβερή και αφόρητη πόλη, στην οποία ζούσε τότε -το Άμστερνταμ- παρομοιάζοντας τη με την κόλαση. Τίποτα δεν έμοιαζε να αλλάζει την καλβινιστική τροπή των πραγμάτων, πέραν ίσως από μια χούφτα νέων, που όλο και αυξάνονταν και κέρδιζαν συνεχώς μεγαλύτερη δημοσιότητα. Οι μερικές δεκάδες μαυροφορεμένων στα mid 50s, έγιναν εκατοντάδες όσο πλησιάζουμε στη δεκαετία του ’60. Έχοντας ανοιχτές τις κεραίες στην ευρύτερη …γειτονιά (Αγγλία, Γαλλία, Βέλγιο, Δανία, Γερμανία) και στον Αμερικάνικο κινηματογράφο, μόδα και μουσική, άρχισαν να αφυπνίζουν τους συμπατριώτες τους.

Τους βάφτισαν Nozems, το αντίστοιχο των Teddy Boys ή των Blousons Noirs. Η ονομασία τους προέρχεται από την αργκό των εγκληματιών και του υποκόσμου, με δανεικά στοιχεία από τα Yiddish τη γλώσσα των ντόπιων Εβραίων δηλαδή. Έτσι με τα πέτσινα, τις μηχανές και το Rock n’ Roll ως ηχητική υπόκρουση, ξεκίνησαν τα parties, η παραβατικότητα, η ζωή στο δρόμο, η κόντρα με τους μπάτσους, ώσπου άρχισε να χρωματίζει το πράγμα. Πρώτα ήρθε ο πλωτός ραδιοσταθμός Radio Veronica, που συνέπεσε με το West Side Story, τους Beatles και τη Beat μουσική. Οι νέοι που ζητούσαν διασκέδαση, αποκοπή από την οικογένεια και περιπέτεια αυξήθηκαν και σε αυτό βοήθησε η τοπική σκηνή, γνωστή και ως NederBeat. Motions, Bintangs, De Maskers, Sandy Coast, Hunters, Outsiders, Q 65, Cuby & the Blizzards, Golden Earring, Rob Hoeke, Haigs. Λες και κάποιος γύρισε τον διακόπτη και ξεχύθηκε το technicolor από άκρη προς άκρη στην Ολλανδική ενδοχώρα. Την ίδια εποχή στην πλατεία Spui ο καλλιτέχνης δρόμου Robert Jasper Grootveld επιδίδεται στα πρώτα happenings. Έχοντας κάνει μια αντικαπνιστική εκστρατεία ενάντια στη ”μαφία της νικοτίνης” όπως τη χαρακτήριζε, στήνει διάφορα δρώμενα που συγκεντρώνουν όλο και περισσότερο κόσμο. Φοιτητές, Nozems, αριστεριστές, λούμπεν, περίεργοι, παρακολουθούν κάθε Σάββατο τις εμπνεύσεις του Grootveld. 

”Ενώ οι γονείς κάθονται σπίτι συντροφιά με το ψυγείο και το πλυντήριο πιάτων, παρακολουθώντας με το ένα μάτι τηλεόραση και με το άλλο το αυτοκίνητο στην αυλή, κρατώντας στο ένα χέρι το μίξερ και στο άλλο την εφημερίδα De Telegraaf, τα παιδιά μαζεύονται στην πλατεία περιμένοντας τον αρχιερέα με τη μεγάλη στολή.” Αυτά έγραφε ο συγγραφέας Harry Mulisch στο βιβλίο Message To The Rat’s King που εκδόθηκε το 1966. Ο Mulisch αργότερα έγινε ο σπουδαιότερος συγγραφέας της γενιάς του, βιβλία του μάλιστα έγιναν και ταινίες. Η Απόπειρα (De Aanslag) –η οποία επίσης αναφέρει τους νεολαίους Provos– πήρε και όσκαρ μάλιστα. Ο ίδιος αποτελεί παράδειγμα της Ολλανδικής ιδιαιτερότητας, έχοντας από παντού ερεθίσματα. Ο πατέρας του συνεργάστηκε με τους ναζί, σώζοντας όμως από το θάνατο την Εβραία μητέρα του, το σόι της οποίας σφαγιάστηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο ίδιος ζώντας με αυτή την ανάμνηση, μέσα σε μια αλληλοσυγκρουόμενη κατάσταση και περιβάλλον και διαθέτοντας το χιούμορ του, τη σπινθηροβόλα ματιά, την ‘’αιώνια’’ νεότητα του, ξεκίνησε να γράφει, με κύριο θέμα τα μαύρα χρόνια της κατοχής και της συνέπειες της. Φυσικά και το …προβοταριάτο των 60s, τον ενέπνευσε και τον κίνησε ώστε και ο ίδιος να προβοκάρει, άλλοτε με χιούμορ και άλλοτε σοκάροντας τις καθεστηκυίες αντιλήψεις. Γιατί ο πόλεμος έχει πάντα δυο πλευρές, όπως και οι θηριωδίες και αυτό αποδείχθηκε πολλάκις για όσους γνωρίζουν τι έκαναν οι ‘’νικητές’’. Ευτυχώς που υπάρχει η ελπίδα, που κατά τον ίδιο τον Harry, η εικόνα της καθρεφτίζεται στην αιώνια αθωότητα των ζώων και κυρίως σ’ έναν περαστικό μ’ ένα μουσικό όργανο στην πλάτη.

Ο Mulisch λοιπόν δέθηκε με τους Provos, μια ομάδα που σαν στόχο είχε να αφυπνίσει την κοινωνία, να ανακατέψει τα πράγματα, να φέρει την τέχνη στην καθημερινή ζωή, μ’ έναν σουρεαλιστικό, σατιρικό και ανάλαφρο τρόπο. Από τα happenings του Grootveld και της παρέας του, μπήκαν επίσημα στη ζωή των Ολλανδών το καλοκαίρι του 1965. Ήταν αυτοί που γέννησαν μια πολιτιστική επανάσταση από τη …μη-εργατική τάξη που γρήγορα όμως εξαφανίστηκε. Οι Provos ήρθαν, είδαν, έπραξαν, δημιούργησαν τα λευκά τους πλάνα (θυμηθείτε το θεσπέσιο My White Bicycle των Tomorrow και το πρωτοποριακό witkar) και αφού σιγουρεύτηκαν για το μέλλον, διαχύθηκαν σαν τα κανάλια του Άμστερνταμ προς διάφορες κατευθύνσεις. Αργότερα ήρθαν οι ”κοινοβουλευτικοί” Kabouters, οι πράσινοι και η οικολογία, μα κυρίως η νεολαία των 70s/80s που πήρε τη σκυτάλη: καταλήψεις, festival, μουσικές, graffity, τέχνες (ultra movement), ζωή και αγώνες στο δρόμο, ναρκωτικά.

Δε μπορώ να θυμηθώ πότε μεταστράφηκε το κλίμα …εντός μου, αλλά σίγουρα τα βιβλία έπαιξαν το ρόλο τους, ώστε να αρχίσω να θέλγομαι από την Ολλανδία. Γενικά η βόρεια Ευρώπη μου δημιουργούσε πάντα μια διττή αίσθηση, αλλά όταν κατάφερα να ξεχωρίσω την ήρα από το στάρι, αφέθηκα! Η μουσική αποτελεί το σημαντικότερο κριτήριο, το ποδόσφαιρο ακολουθεί, αλλά και τα κινήματα έδωσαν το κάτι παραπάνω. Μετά τους Provos όπως ανέφερα και πιο πάνω, ήρθε μια σεβαστή μειοψηφία που απογείωσε το κίνημα των καταλήψεων. Οι Kraakers δεν κατέλαβαν απλά άδεια σπίτια, αλλά ”έχτισαν” σχέσεις γειτονιάς, συντροφικές, δομές αγώνα που συγκρούστηκαν στα ίσα με το κράτος και έστρωσαν το έδαφος για την επόμενη γενιά. Στο βιβλίο Καταλήψεις Σπιτιών στη Δυτική Ευρώπη (εκδ. Κομμούνα) περιγράφονται αναλυτικά όλα αυτά. Το εν λόγω εκδόθηκε στα μέρη μας το 1987, ενώ 8 χρόνια πριν είχε εμφανιστεί και ένα βιβλιαράκι για τους Provos, από τη Διεθνή Βιβλιοθήκη και τη σειρά Πεζοδρόμιο. Το 9ο τεύχος εκδόθηκε το ’79 και ήταν αφιερωμένο στην τριετία 65-67.

Αργότερα και στο βιβλίο Underground Press του Βλάσση Ρασσιά –αλλά και στο περιοδικό που εξέδιδε νωρίτερα την Ανοιχτή Πόλη- γίνονταν επίσης αναφορές στην Ολλανδική αυτή μοναδική περίπτωση. Ώσπου τα τελευταία χρόνια εκδόθηκαν 2 βιβλία που με ξαναέβαλαν στην …πορτοκαλί πρίζα. Provos & Merry Pranksters (Σοφίτα 2013) και Total Football (Δίαυλος 2018). Και αν το πρώτο απλά συγκέντρωσε πράγματα που γνώριζα, κάνοντας και μια αποτίμηση των πραχθέντων των μετά-provo χρόνων, το δεύτερο ήταν μια έκπληξη. Είναι ο τρόπος που συνδέεται η μπάλα, με την κοινωνική αλλαγή, τον χώρο, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Την ίδια εποχή με τους Provos, ένας 17χρονος ποδοσφαιριστής φοράει για πρώτη φορά τη φανέλα της πρώτης ομάδας του Ajax σε επίσημο παιχνίδι. Ο Johan Cruyff λίγο αργότερα θα ξεκινήσει να παίζει υπό τις οδηγίες του Rinus Michels και η μεγάλη ομάδα του Αίαντα στήνεται. Μετά έρχεται η τρομερή εθνική ομάδα και το απαράμιλλο στυλ. Γιατί όπως έλεγε ο ιπτάμενος ”Δεν υπάρχει μεγαλύτερη διάκριση, από το να σε μνημονεύουν για το στυλ σου”.

Το πορτοκαλί ποδήλατο ξεχύθηκε λοιπόν με στυλ, ιδέες, φαντασία, συνεπαίρνοντας σ’ ένα μαγικό ταξίδι όσους διψούν για ζωή. The life i live τραγουδούσαν στα 1966 οι Q 65. 15 χρόνια αργότερα εξακολουθούσε να υπάρχει ένας κόσμος που ζούσε έξω από το σοβαροφανές πλαίσιο, τραγουδώντας ή δημιουργώντας μαζί με τους Minimal Compact, Creation is Perfect. Τα τραγούδια πάντα έδιναν το έναυσμα και διέθεταν την αμεσότητα των μηνυμάτων που άγγιζε αυτή τη μερίδα του κόσμου. Και το ταξίδι συνεχιζόταν και συνεχίζεται έστω και κόντρα στο ρεύμα. Ταξίδι είτε πραγματικό είτε νοερό, μέσα από τις πύλες της ενόρασης σαν και αυτές που διέβει πάνω σ’ ένα ποδήλατο ο … τριπαρισμένος Ελβετός Albert Hofmann το ’43. Τότε ήταν η εφεύρεση του, 2 δεκαετίες αργότερα ένας άλλος αλλοπαρμένος που δοκίμασε πολλά κιλά acid τραγουδούσε: Ive got a bike, you can ride it if you like. Όταν ο Syd παρέα ,με τους υπόλοιπους Pink Floyd ηχογραφούσε το εν λόγω Bike το ημερολόγιο έγραφε 21 Μάη 1967. Μόλις είχε βγει ένα άλλο single σχετικό με το ποδήλατο, το My White Bicycle των Tomorrow που αναφερόταν στα σχέδια των Provos υπέρ των ποδηλάτων και κατά των αυτοκινήτων. Ακριβώς σ’ εκείνη τη συγκυρία επέλεξαν να υτοδιαλυθεί εκείνη η χούφτα προβοκατόρων. Δεν ξέρω αν είναι καλύτερο to burn out than to fade away, αλλά εκείνη η μικρή ομάδα ανθρώπων έμεινε στην ιστορία, ίσως γιατί ποτέ δεν παρήκμασε, κράτησε την αιώνια νεότητα της ζωντανή και άφθαρτη, μέσα στα επίσης αναλλοίωτα 60s.

Σπύρος Καλετσάνος, εκπομπή Noir

Η τελευταία εκπομπή Noir για τους Provos:

 




More Posts for Show: Noir