Για μια δεκαετία περίπου, η Αμαλία και ο Νικήτας έτρωγαν βρώμικο στη Μαβίλη. Κάθε Σάββατο, μετά το ξενύχτι, λουκάνικο βραστό με μαριναρισμένο κρεμμύδι ή κοτόπουλο πανέ. Το ζευγάρι είχε μια καλησπέρα και δύο κουβέντες με τον Δημήτρη που τυλίγει σάντουιτς και ψάχνει ήρωες για το πρώτο του μυθιστόρημα. Ο 35χρόνος Πατρινός σπάνια θυμάται ονόματα, μα δύσκολα ξεχνάει τις προτιμήσεις των τακτικών πελατών. Το ίδιο δύσκολα αφήνει πίσω του βλέμματα και αγγίγματα που δεν κουράζονται από την ορθοστασία στα ξενυχτάδικα της Αθήνας.
Αμαλία και Νικήτας ξαφνικά χάθηκαν. «Ισως ξενιτεύτηκαν λόγω κρίσης» σκέφτηκε ο Δήμητρης, όμως πέρασαν και μαύρα σενάρια από το μυαλό του, όπως μια αρρώστια ή ένα δυστύχημα. Κι αν έχει δει μεθυσμένους να φεύγουν με μια μπύρα κι ένα βρώμικο στο χέρι. Συχνά τσεκάρει το αστυνομικό δελτίο για αυτοκίνητα που έγιναν φυσαρμόνικες. Ίσως αναγνωρίσει ένα φόρεμα, μια στραπατσαρισμένη πόρτα ή ένα μισοτελειωμένο σάντουιτς που εκείνος έφτιαξε λίγο πριν συμβεί το κακό.

«Και τι θα καταλάβεις αν αναγνωρίσεις κάποιο σημάδι» αναρωτιέται συχνά. «Τίποτα» μονολογεί, αλλά κάπως πρέπει να κατεβεί ο πρώτος καφές της ημέρας. Κάπως πρέπει να γίνουν καπνός τα πρώτα μοναχικά τσιγάρα του μεσημεριού. Πρέπει, νούμερο τρία, να μην σκέφτεται συνέχεια την Αμαλία.

Η άνοιξη φεύγει, η Μαβίλη θα ξαναγεμίσει τσαλακωμένα κουτάκια μπύρας. Οι θερινοί ξενύχτες δεν κάνουν τον κόπο να πάνε μέχρι τον κάδο. Ξημέρωμα Τετάρτης. Πλησιάζει ένα δυνατό, πεινασμένο γέλιο. Η Αμαλία προσπαθεί να σταθεί όρθια, ενώ καθαρίζει το πηγούνι της από μια amstel που αρνείται να χειροτερέψει το μεθύσι της.

«Θα δεις, σε λίγο καιρό δεν θα θυμάσαι τον μαλάκα που σε παράτησε για την καριόλα την ξαδέρφη σου» φώναξε η κοπέλα που την κρατούσε. Η τρίτη της γυναικοπαρέας παρήγγειλε κοτόπουλο διπλό με λάχανο, μουστάρδα, κέτσαπ και πατάτες.

Ζήτημα είναι αν σήκωσε το κεφάλι της δύο με τρεις φορές. Ήταν όμορφη, όπως πάντα, μα ξεθωριασμένη. Οι τρεις κοπέλες κάθισαν στα πράσινα κάγκελα και γύρισαν την πλάτη στο άγαλμα της «μικρής γυναίκας». Μισοκαθισμένη πάνω στο βάθρο της, προσπαθεί να σηκωθεί και να ξεφύγει από την μπρούτζινη ακινησία της. Όμως ποτέ δεν τα καταφέρνει και έτσι γερνάει με τα νεράτζια που πέφτουν και τα περιστέρια που την κουτσουλάνε. Μια φορά στις δεκαπέντε, ο Δημήτρης καθαρίζει τη «μικρή γυναίκα». Τσατίζεται όταν της γυρίζουν την πλάτη, μα ξέρει πως δεν το κάνουν από κακία. Δεν την βλέπουν, όπως κάθεται μόνη της μέσα στα σκοτάδια.

Ξημερώματα Κυριακής, Ιούλιος. Ζέστη πολύ, ακόμα κι η μυρωδιά από το λουκάνικο κολλάει πάνω σου. Ο Δημήτρης νυστάζει και βαριέται. «Άντε να τελειώνουμε» μουρμουρίζει, όταν εμφανίζεται ο Νικήτας. Στο αριστερό χέρι το ψωμί, στο δεξί το μαχαίρι. Άνετα βάζει τον λαιμό του πεινασμένου πελάτη στην καρδιά του σάντουιτς. Δίπλα του σιγοτραγουδάει μια γουστόζικη πιτσιρίκα. Είναι δεν είναι εικοσιπέντε. Ο Νικήτας τον χαιρετάει και τον ρωτά πως είναι.

«Καλά» απαντά, μα δεν ανταποδίδει το ενδιαφέρον. Γυρίζει την πλάτη του και πιάνει το κέτσαπ. Σκέφτεται να φτύσει στο διπλό καλαμάκι κοτόπουλο, μα δεν το κάνει. Προτιμά να τον στείλει στο διάολο (από μέσα του). Ο Νικήτας ρωτάει την κοπέλα τι θα φάει. «Μάλλον είναι από τα πρώτα τους ξενύχτια» σκέφτεται ο Δημήτρης, ενώ του ζητά 6.50 ευρώ. Δίχως να το καταλάβει, από το στόμα του βγαίνουν τέσσερις λέξεις «Η Αμαλία τι κάνει;»

Φάνηκε πως αιφνιδιάστηκε από το ερώτημα. Ξεροκατάπιε και κάτι πήγε να πει. Όμως το «Άντε αγάπη μου..» που ακούστηκε από το αυτοκίνητο, έβγαλε τον άπιστο σύζυγο από τη δύσκολη (;) θέση.

«Θέλω να μάθω πως φιλάς». Με τη φράση αυτή ανοίγει το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος του. Την Αμαλία είχε στο μυαλό του όταν έγραφε αυτές τις λέξεις. Πάντα του άρεσε και χρόνια ήθελε να μάθει πως φιλάει. Τώρα είναι ελεύθερη, μα πως την βρίσκει και τι της λέει. Άλλωστε, το μόνο που τους φέρνει κοντά είναι ένα λιγούρικο βρώμικο μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα.

Μέσα Αυγούστου, Αθήνα, έρημη πόλη. Πλησιάζει ένα δυνατό, πεινασμένο γέλιο. Η Αμαλία εμφανίζεται με μια φίλη της στις 04.30 το πρωί. Του χαμογελά, εκείνος τα χάνει. Τον ρωτάει τι κάνει, παραγγέλνει λουκάνικο βραστό με μαριναρισμένο κρεμμύδι. Φοράει μαύρο μπλουζάκι και μια αναποφάσιστη, κόκκινη φούστα που δεν ξέρει αν θέλει να κρύψει τα γόνατα της 30χρόνης κοπέλας. Τα μαλλιά της είναι πιο ξανθά και στο πρόσωπο έχει λίγες φακίδες. Ίσως φταίει ο ανελέητος ήλιος του καλοκαιριού. Ξαφνικά, «Δημήτρη χρόνια αναρωτιέμαι γι’ αυτό το άγαλμα. Ξέρεις ποια είναι, ποιος τη δημιούργησε» ρωτά η Αμαλία καιδείχνει τη «μικρή γυναίκα».

Οι κόρες των ματιών του άνοιξαν, το μαχαίρι βρήκε την θέση του στον πάγκο. Ψέλλισε ένα «ε…» και με το δεξί χέρι ανακάτεψε τα μαλλιά του.

Η φίλη της κάτι ρωτάει, η Αμαλία σαν να ξεχνιέται. Ο Δημήτρης σκέφτεται πως τώρα είναι η στιγμή. «Αμαλία» μισοφωνάζει, «μισό λεπτό, έρχομαι να σε γνωρίσω. Ε… να σας γνωρίσω ήθελα να πω» και βγαίνει από την καντίνα.

«Σαν να μην πέρασε μια μέρα»

Μουσική / Ερμηνεία: Γιώργος Δημητριάδης και Μικροί Ήρωες (1997)

Στίχοι: Κώστας Λειβαδάς

Η «γυναίκα μετά το μόχθο» της Μαίρης Παπακωνσταντίνου. Μια γυναικεία μορφή με εμφανή τα σημάδια της κούρασης στέκεται πάνω σε ένα μαρμάρινο βάθρο για να ξαποστάσει.

«Το τραγούδι μετά» είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Η ιδέα πρόεκυψε από άσκηση που Γιώργου Ανδρέου στο σεμινάριο τραγουδοποίας του Μικρού Πολυτεχνείου.

Γράφει ο Απόστολος Στάικος