Ανέβηκε τη σκάλα δύσκολα, αγκομαχώντας. Με τις σακούλες στα χέρια, βρήκε με τα χίλια ζόρια τα κλειδιά και άνοιξε την πόρτα. Με το που μπήκε στο σπίτι, άφησε τις σακούλες  στο πάτωμα- σχεδόν τις παράτησε- μάλιστα κάτι μήλα και κάτι πατάτες κύλησαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Ούτε που γύρισε να τα κοιτάξει…

Ένα ποτήρι νερό ήθελε και να πάρει μια ανάσα… Πω πω κούραση τώρα τελευταία! Τα σημάδια ήταν πια ξεκάθαρα, για πόσο ακόμα θα έκανε την ανήξερη;

Μπήκε στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της… το βλέμμα της ξεστράτισε και πήγε στο καθρέφτη. Τα χρόνια της είχαν αρχίσει να την ξεφωνίζουν, για πόσο ακόμα θα έκανε την κουφή;

Βγήκε γρήγορα από το μπάνιο, δεν μπορούσε να μείνει για πολλή ώρα εκεί, αυτός ο καθρέφτης ήταν το κάτι άλλο… ήταν σαν να σε κοίταζε αυτός, όχι σαν να τον κοίταζες εσύ. Δεν ήταν έτοιμη για τέτοια αδιακρισία.

Έβγαλε τα παπούτσια της και πάτησε στο μάρμαρο, μπας και πάρει από ΄κει λίγη δροσιά. Έβαλε κι ένα ποτήρι δροσερή λεμονάδα σπιτική και βγήκε στο μπαλκόνι. Έψαξε να βρεί ένα μονοπάτι ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Σήμερα το ήξερε, το ένιωθε δηλαδή, ότι το βλέμμα δεν έπρεπε να σταματήσει πουθενά. Είχε ανάγκη να πάει όσο πιο μακριά γίνεται και να δεί όσα περισσότερα μπορεί.

Έκατσε εκεί ακίνητη, μέχρι που βράδιασε. Μόνο όσα σκεφτόταν και όσα ένιωθε έτρεχαν, μπας και καταφέρουν να συναντηθούν.

Μπήκε στο σπίτι, μάζεψε τις σακούλες από το πάτωμα, έβαλε τα φρούτα στο ψυγείο και  τις πατάτες στο καλάθι, έπλυνε τα ποτήρια, άλλαξε τα σεντόνια, πότισε τα μυρωδικά της και συγκέντρωσε τα απαραίτητα χαρτιά. Τα τακτοποίησε όλα… εκτός από την αγωνία της. Και έσβησε το φως.

Το πρωί που ξύπνησε ετοιμάστηκε μηχανικά και με λίγο άγχος, σαν αυτό που έχεις όταν πας για εξετάσεις.

Βγήκε και άρχισε να περπατάει αμήχανη, αν και τον ήξερε τον δρόμο… Δεν ήταν εξάλλου η πρώτη της φορά. Μπήκε στο κτίριο, πέρασε κλητήρες και γραμματείς και έφτασε στο αρμόδιο γραφείο.

–          “Καλημέρα σας, θέλω να κάνω μια αίτηση για αλλαγή ονόματος”.

–          “Να εκεί είναι το χαρτί με τα δικαιολογητικά”, είπε ο υπάλληλος , χωρίς καν να σηκώσει το κεφάλι του.

–          “Τα έχω φέρει όλα”, είπε εκπλήσσοντας τον.

–          “Όλα”;

–          “Ναι το έχω ξανακάνει… ξέρω.”

–          “Μάλιστα”… ψέλισε αυτός, ελέγχοντας παράλληλα τα χαρτιά.

Το δέρμα της άλλαζε σιγά- σιγά. Απανωτές μικρές εκρήξεις, που έσκιζαν το παλιό, για να γεννήσουν το καινούργιο. Τα χρόνια μίκραιναν, οι ανάσες ψήλωναν.

–          “Αν επιτρέπεται… παλιά πως λεγόσασταν;”

–          “Ευχή”, απάντησε αν και οι αδιακρισίες, όπως ξέρουμε,  δεν είναι του γούστου της.

–          “Α! Οπότε από Ευχή, γίνατε Ελπίδα και τώρα θέλετε να το κάνετε Απόφαση… Μμ makes sense! Γιατί όμως;”

–          «Γιατί έπιασαν οι ζέστες και θέλω να κάνω και κανένα ντους…  Δεν  makes sense ε;» είπε κι έφυγε χαμογελώντας… ίσως να του το εξηγήσει την επόμενη φορά.

 

Θένη  /Α\