του Σπύρου Καλετσάνου (εκπομπή Noir)

Η πρώτη μου επαφή με την Πολωνία, έγινε μέσω του αθλητισμού. Γκμοχ, Γκόρσκι, Καζιμιέρσκι, Βαζέχα, Βάντσικ, Οκόνσκι και κυρίως η παιχτάρα που τότε έπαιζε στην ομάδα μου, ο Αντρέι Γιουσκόβιακ.  Ακολούθησε το βιβλίο Ο Πόλεμος του Ποδοσφαίρου, του δημοσιογράφου-συγγραφέα Ρίτσαρντ Καπισίνσκι. Όμως ήταν ένας άλλος ‹‹τομέας›› που με έκανε να αγαπήσω αυτή τη χώρα, παρότι δε την έχω επισκεφτεί ποτέ.

ΕΡΤ 1 βράδυ Παρασκευής Κινηματογραφική Λέσχη και ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος προλογίζει την ταινία Στάχτες και Διαμάντια του Αντρέι Βάιντα. Ακολουθεί η εικόνα, μια μίξη σοσιαλιστικού ρεαλισμού, υπόγειας κριτικής του συστήματος και πολιτικού θρίλερ, που με κρατάει καρφωμένο στην οθόνη. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, παρόλα αυτά δεν κατάφερα να δω όσες ταινίες θα ήθελα, που να προέρχονται από την πάλαι ποτέ καλύτερη σχολή της Ευρώπης, αυτής του Λοτζ. Πάντα προείχαν για τις εταιρείες διανομής, τους σινεμάδες και την τηλεόραση είτε ‘’δυτικής φύσεως’’ ταινίες ή πιο Σοβιετικές και σοσιαλιστικές οπτικές. Όχι πως ήταν κακό να βλέπεις Καλατόζοφ ή Ταρκόφσκι, ή Μιχάλκοφ ή ακόμα και τον μεγάλο Γεωργιανό Οτάρ Ιοσελιάνι, αλλά να, θεωρώ πως η Πολωνική σχολή αδικήθηκε. Τέλος πάντων προσωπικές οπτικές είναι αυτές, που έχουν και μια υποβόσκουσα πολιτική χροιά, μιας και αυτός ο λαός Σλάβων ήταν από τους πρώτους που ‹‹λοξοδρόμησαν›› από το ορθόδοξο κομμουνιστικό μοντέλο.

Η επαφή μου λοιπόν με τον τοπικό κιν/φο ακόμα και σήμερα είναι μικρή και ταυτισμένη κυρίως με τους εμιγκρέδες, οι οποίοι έφυγαν κατά βάση για τη Γαλλία: Πολάνσκι, Κισλόφσκι, Μπορόβτσικ, Ζουλάφσκι. Όμως νωρίτερα εντός των συνόρων, έδρασαν και άλλοι, τους οποίους για να δει κανείς ταινίες τους, έπρεπε συνήθως είτε να σπουδάζει κιν/φο ή να ξέρει τη γλώσσα τους. Καβαλέροβιτς, Ζανούσι, Μουνκ, Χόφμαν, Κούτζ, Βόιτσεκ Χας, η Έβα Πετέλσκα και ο προγενέστερος Αλεξάντερ Φόρντ, πολύ σπάνια “έπαιξαν” στα μέρη μας, παρεκτός των τελευταίων ετών όπου προβλήθηκαν διάφορα αφιερώματα (Παλλάς, ΕΡΤ, Ταινιοθήκη και τώρα Νύχτες Πρεμιέρας). Ευτυχώς αρκετά από τα film του Βάιντα προβλήθηκαν εδώ (Κανάλ, Άνθρωπος από Μάρμαρο και τα τελευταία του), αλλά και αυτά του Γέρζι Σκολιμόφσκι. Αυτός είναι και το ‹‹κλειδί›› στην εξέλιξη από τα 50s στα 60s, σε σχέση με την Ευρώπη-δύση, το μοντέρνο-καινοτόμο και στην ‹‹ταύτιση›› του Πολωνικού σινεμά της εποχής με τη Jazz. Βασικό στοιχείο του τρόπου δουλειάς του (είτε ως σεναριογράφος, είτε ως σκηνοθέτης, ακόμα και στους διαλόγους) ήταν ο αυτοσχεδιασμός. Φυσικά ‹‹δανεισμένος›› από τη jazz, αλλά και από άλλες κιν/κές σχολές(nouvelle vague, free cinema), έφτανε στο … απόγειό του, όταν γινόταν μουσική. Να σαν και αυτή στην Εγκατάλειψη (Walkover), 2 η μεγάλου μήκους ταινίας του όπου πρωταγωνιστεί ο ίδιος ως μποξέρ, κυκλοφορώντας μ’ ένα τρανζιστοράκι απ’ όπου ακούγεται η μουσική που ο Αντρέι Τραζόφσκι έγραψε για λογαριασμό του film. Στην πατρίδα του πρόλαβε να γυρίσει 4 ταινίες (η 4 η το Ψηλά τα Χέρια ήταν και η φαρμακερή), παρότι όμως τα γυρίσματα και η παραγωγή των ταινιών του από το ’67 και για πολλά χρόνια έλαβαν χώρα στο εξωτερικό, μιας και ο ίδιος ουσιαστικά ήταν persona non grata από το κράτος, είπε κάποτε: “Δεν αισθάνομαι πολίτης του κόσμου ούτε Ευρωπαίος. Είμαι Πολωνός, με μια δόση πικρίας για τις ρίζες μου, αλλά αυτό είναι το πεπρωμένο μου”. Αυτή ήταν μια τρόπων τινά απάντηση στον κοσμοπολίτη Πολάνσκι, ο οποίος θεωρούσε το αρνητικό στοιχείο του Σκολιμόφσκι, τη μη αποκοπή του από το Πολωνικό στοιχείο.

Πριν πολλά χρόνια απέκτησα το βιβλίο του Στάθη Βαλούκου: Ιστορία του Κινηματογράφου (εκδόσεις Αιγόκερως). Στις 600 σελίδες του, είχε ένα μόνο κείμενο 5 σελίδων για την Πολωνική σχολή, ενταγμένο στο κεφάλαιο των νέων κιν/φων της μετά-Σταλινικής Ανατολικής Ευρώπης (Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Γιουγκοσλαβία). Εκεί έγραφε ‘’Για να καταλάβουμε την ιδιαιτερότητα του Πολωνικού κιν/φου στην επιλογή των θεμάτων και των κεντρικών χαρακτήρων των ταινιών, δε θα πρέπει να λησμονούμε την πολυπληθή Εβραϊκή κοινότητα, την παραδοσιακή αντιπαλότητα και  αμοιβαία αντιπάθεια με τους Ρώσους και τις τρομερές θυσίες που υπέστει ο πληθυσμός στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής.’’ Οποιαδήποτε άλλη αναφορά σε Πολωνικό στοιχείο στο βιβλίο, εμπεριέχεται σε κείμενα για τους ‘’ξένους’’ στη Γαλλία. Πουθενά δυστυχώς δεν υπάρχει αναφορά στη σχέση Jazz & Cinema και φυσικά απουσιάζει ο άνθρωπος που στα χρόνια των Χρουστσόφ και Γκομούλκα (ο Πολωνός Γ.Γ. του κομμουνιστικού κόμματος) και των πρώτων αναταραχών-απεργιών (1956-1968), άφησε το στίγμα του. Ο Κριστοφ Κομέντα ήταν ο πρώτος που έγραψε μουσική σε ταινία του Πολάνσκι, έστω στη μικρού μήκους Two Men and a Wardrobe. Ένα χρόνο νωρίτερα ο ντοκιμαντερίστας Αντρέι Μπροζόφσκι γυρνούσε το επίσης μικρού μήκους φιλμάκι Rozmowy Jazzowe (jazz συνομιλίες). Αυτή ήταν και η πρώτη εμφάνιση του γιατρού (ώσπου να γίνει επαγγελματίας μουσικός,, εργαζόταν σε νοσοκομείο) στο πανί, ήταν όμως και μια από τις πολλές jazz στιγμές κατά τη διάρκεια των επόμενων χρόνων. Σε άμεσο πλαίσιο υπήρξαν ντοκιμαντέρ, όπως το Jazz in Poland (1964) του Γιάνους Μαζέφσκι, αλλά και film σαν τα Niewinni Czarodzieje (Innocent Sorcerers) του Βάιντα και Do Widzenia, Do Jutra (Goodbye Till Tomorrow) του Γιάνους Μόργκενστερν, όπου κάνουν περάσματα και οι ίδιοι οι μουσικοί.

Ο Σκολιμόφσκι, που υπήρξε μποξέρ για λίγο, αφού πέρασε από τις τάξεις του group του Κομέντα, ως σκηνογράφος, μετέβει στον κόσμο του κιν/φου και παράλληλα γνώρισε σε εκλεκτούς φίλους τον Κριστόφ. Καθώς άλλαξε η δεκαετία οι 2 συνεργάτες πήραν το δρόμο τους, απ’ τη μία ο Σκολιμόφσκι πολυπράγμων, έγραφε σενάρια, έπαιζε, σκηνοθετούσε και ο δε Κομέντα έγραφε μουσικές για πολλές από τις ταινίες της εποχής. Συνευρέθηκαν εν αρχήν σε 2 ταινίες που άλλαξαν πολλά, η πρώτη ήταν το Innocent Sorcerers, που με προσωπική παρέμβαση του Γέρζι ασχολήθηκε με την ‘’πραγματικότητα’’. Όλα ξεκίνησαν όταν ο Βάιντα το ’58 του έδωσε ένα προσχέδιο σεναρίου, με αποτέλεσμα ο ίδιος να αντιδράσει: “Δεν είναι αυτοί οι πραγματικοί νέοι, τι ‘ναι αυτά που γράφετε. Οι νέοι παίζουν Jazz και πυγμαχούν”. Μέσα σε μία νύχτα γράφει ένα 15σέλιδο κείμενο, προάγγελο της ταινίας, με νέους που πυγμαχούν και ακούν jazz. Ο ίδιος παίρνει και το ρόλο του πυγμάχου, μιας και την περίοδο 1953-1955 υπήρξε μποξέρ και παράλληλα προτείνει στον παλιόφιλό του και συνεργάτη του Κριστόφ Κομέντα, να γράψει τη μουσική. Ήδη ο “γιατρός” είχε βάλει το χέρι του σε μικρού μήκους film, αλλά το 1960 ήταν μια … καλή χρονιά μιας και έβαλε τη μουσική σφραγίδα του σε 2 μεγάλου μήκους ταινίες. Παράλληλα όπως και ο Γέρζι εμφανίστηκε και αυτός σε ένα μικρό ρόλο και στα 2 film. Η πρώτη ήταν το ντεμπούτο του Γιάνους Μόργκενστερν Do Widzenia, do Jutra, όπου μεταξύ άλλων εμφανιζόταν και ο Πολάνσκι.

2 χρόνια αργότερα εμφανίζεται το Μαχαίρι στο Νερό του Ρόμαν σε μουσική Κομέντα, με τους διαλόγους να τους γράφει ο Σκολιμόφσκι. Ακολουθεί το πέρασμα του κοσμοπολίτη Πολάνσκι στη δύση, όπου ως σήμερα  συνεχίζει να μεγαλουργεί. Ο Κομέντα σιγα σιγά βγήκε και αυτός εκτός συνόρων (Γερμανία, Σουηδία, Η.Π.Α.), επιστρέφοντας όμως στη βάση του, άλλωστε η Πολωνία διέθετε εξαιρετικό κιν/φο, το σπουδαιότερο jazz festival της Ευρώπης (Jazz Jamboree) και μια πλειάδα μουσικών κλάσης, συν φυσικά το πολυπληθές κοινό που αγαπούσε τη Jazz. Ο Σκολιμόφσκι έμεινε στην Πολωνία ως το ’67 όταν και “αποπέμφθηκε” όπως ανέφερα και παραπάνω, επιστρέφοντας όμως. Ενδιάμεσα γύρισε και αυτός αριστουργήματα (Le Depart, Deep End, Στο Φως του Φεγγαριού κ.α.). Ο μόνος που έμεινε σταθερός ήταν ο Βάιντα, αν και έκανε και αυτός διεθνείς ταινίες. Παράλληλα φυσικά δεν υπάρχει μόνο η Jazz & ο Κομέντα σαν ηχόχρωμα στα Πολωνικά film των 60s, αλλά και άλλα στυλ και καλλιτέχνες σαν τον σπουδαίο Βόιτσεκ Κίλαρ, τον Χενρικ Βαρς κ.α.

Η μουσική και ο κινηματογράφος σε αυτήν την αχανή χώρα της κεντρικής Ευρώπης συνέχισαν να είναι σημεία αναφοράς, βαδίζοντας με την εκάστοτε εποχή. Ακόμα και σήμερα με τα τελευταία film του Βάιντα, του Σκολιμόφκσι, ή του νεότερου Πάβελ Παβλικόφκι (Ida) βγαίνουν διαμάντια. Αρκεί να υπάρχουν άνθρωποι που διατίθενται να τα ανακαλύψουν. Σε αυτό συνέτειναν -τουλάχιστον σε ότι αφορά τη δική μου οπτική- και οι επανεκδόσεις-συλλογές με soundtrack του Κομέντα, καθώς και το … τέλος της ιστορίας. Μια χώρα που έζησε τόσα πολλά σε μισό αιώνα, από το ’39 με τη Γερμανική κατοχή ως την πτώση του κομμουνισμού, έχει πολλά να διηγηθεί και να “διδάξει”. Εβραίοι, ναζιστικές θηριωδίες, Σταλινισμός, Γκομούλκα, λαϊκές εξεγέρσεις, αλληλεγγύη, Βαλέσα, Γιαρουζέλσκι, καθολικισμός, εμιγκρέδες και ένα … γοτθικό πέπλο να πλανάται .

Κλείνω αυτό το κείμενο με μια αναφορά ενός συνεργάτη του Σκολιμόφσκι και μετ’ έπειτα σκηνοθέτη, του Αντρέι Κοστένκο, στον Κομέντα: ‘’Εκτός από συνθέτης ο Κριστόφ ήταν πραγματικά άνθρωπος του κιν/φου.  Κατανοούσε απολύτως τη λειτουργία της μουσικής σε μια ταινία και είχε έναν αξιοσημείωτο ρόλο στη διαδικασία της σύλληψης της. Επιπλέον ήταν εξαιρετικός σύμβουλος σε θέματα σεναρίου γιατί μπορούσε να εντοπίσει τα αδύνατα σημεία’’.

Προτείνονται τα ντοκιμαντέρ : Komeda, Komeda και Komeda A Soundtrack For A Life, καθώς και τα παρακάτω βιβλία που υπάρχουν στα Ελληνικά: Βάιντα (Πλέθρον), Ρομάν Πολάνσκι (Αιγόκερος), Jerzy Skolomowski (Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης), Ιστορία του Κινηματογράφου (Αιγόκερος).

Εδώ η εκπομπή αφιέρωμα Jazz in Polish Cinema (από την ομώνυμη συλλογή της Jazz on Film κατά βάση), συν μερικά σκόρπια κομμάτια τοπικής Jazz
https://www.mixcloud.com/Music_Society_Webradio/noir-6102018-polish-jazz-cinema/