Όταν γράφω κείμενα -για τη μουσική με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- πάντοτε εισάγω και αυτοαναφορικά στοιχεία, ένα δύο ή περισσότερα. Θεωρώ πως δίνει μια ξεχωριστή πινελιά, μια πιο προσωπική ματιά. Πάντα όμως σταματάω, όταν ξεδιπλώνεται και προχωράει το κείμενο. Εδώ όμως -όντας εξαίρεση- θα το κάνω για όλο το μήκος και το πλάτος του, έτσι εις ανάμνηση των δυνατών στιγμών που προσφέρει η μουσική.

Το 1998 δεν υπήρχε ίντερνετ, youtube, spotify και τα συμπαρομαρτούντα. Ότι ήθελες να ακούσεις πήγαινες στο δισκοπωλείο και το αγόραζες ή αν ήσουν τυχερός το άκουγες κιόλας επιτόπου. Θυμάμαι στο δισκοπωλείο της Virgin υπήρχε τέτοια δυνατότητα, αλλά τα cd ήταν έτοιμα, δε τα διάλεγες εσύ, ενώ στα δισκάδικα δεν έμπαινα ακόμα, μιας και δεν είχα pick up -ούτε διέθεταν οι γονείς μου- η αγορά βινυλίων ξεκίνησε λίγα χρόνια αργότερα. Έτσι καθόμουν και προσπαθούσα να φανταστώ πως να είναι ο ρυθμός του τραγουδιού για το οποίο έσταζε μέλι ο αγαπητός Νίκος Πετρουλάκης στο editorial του 8ου τεύχους του περιοδικού ZOO. Ήταν άνοιξη του 1998 όταν διάβαζα πρώτη φορά το όνομα Terry Callier. Στις μέσα σελίδες του τεύχους ο soulάκιας Άγγελος Μυλωνάς έγραφε κριτική για το νέο δίσκο του ίδιου καλλιτέχνη, Time Peace, η μεγάλη επιστροφή σχεδόν μια 20ετία μετά. Καθώς όμως οι μουσικές μου αναζητήσεις συνεχίζονταν, αν και συνήθως τότε όχι προς τη μεριά της …ψυχής, σ’ εκείνη τη συγκυρία με ενδιέφεραν περισσότερο άλλες σελίδες του περιοδικού, ο Arthur Brown, οι Animals, το Canterbury και ο ήχος του, οι εκτελέσεις του Louie Louie, ο John Lennon με τον οποίο με παρομοίαζαν τότε. Έτσι ο φίλος μας και το Ordinary Joe, χάθηκε στη λήθη για 1,5 χρόνο, ώσπου τον ξαναβρήκα 10 τεύχη αργότερα, όταν ήμουν μουσικά λίγο πιο ώριμος. Στο extra (για πέντε τεύχη)  jazz&blues του ZOO 18 λοιπόν, ξαναδιάβαζα διθυράμβους για το νέο του πόνημα Lifetime, από τον ειδικό περί της Jazz Γεράσιμο Γασπαρινάτο. Και πάλι όμως προσπέρασα τον Terry μαζί με τον Skip James -θα τους αγκάλιαζα χρόνια αργότερα- για τα μάτια του Strummer και της παρέας των Clash, των Beatles, Stooges, Zappa, Appletree Theatre, Jack Kerouac κ.ο.κ. Είχα βλέπετε πρόβλημα με το τώρα, κοιτούσα μόνο πίσω, μουσικά και συναισθηματικά ήμουν κολλημένος με το παρελθόν, έτσι προσπέρασα αλλά όχι για πολύ. Λένε πως όσα δε φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή ή κάπως έτσι συνέβη στο μπερδεμένο μου εσωτερικό. Το τελευταίο δυστυχώς ZOO 21ο τεύχος, βγήκε τη στιγμή που ο αιώνας άλλαζε, εγώ είχα τελειώσει το σχολείο και προετοιμαζόμουν για τη 2η δόση πανελληνίων στην 4η δέσμη, είχα χάσει τη μάνα μου και έπλεα σε μελαγχολικούς ωκεανούς. Έτσι σκάλωσα στη σελίδα 53 κοιτάζοντας το πολύ όμορφο καφετί εξώφυλλο του The New Folk Sound of Terry Callier και διαβάζοντας το κειμενάκι του Θανάση Βούτσινου για 1 από τα 20 μυστικά του αιώνα που έφευγε και έπρεπε να γνωρίζουμε. 20 χρόνια μετά τα έχω και τα 20, τότε όμως τα περισσότερα τα παρατηρούσα με απορία. Με δυνατούς καρδιακούς χτύπους κοίταζα και ξανακοίταζα την αρχή του κειμένου: “Ήταν πιθανότατα στην εποχή του ανθρώπου του Νεάντερνταλ που γεννήθηκε η ιδέα της αγάπης. Η σκληρή πραγματικότητα που επακολούθησε της εφαρμογής της όπως μάθαμε ήρθε πολύ αργότερα. Ωστόσο είναι αμφίβολο αν το ιδανικό της έχει συχνά -αν όχι ποτέ σε όλο αυτό το διάστημα- δηλωθεί έτσι εξαίσια ή με τέτοια βαθιά απλότητα. Ένας Θιβετιανός σεφ στην Κωνσταντινούπολη θα μπορούσε να ακούσει στο Cotton Eyed Joe και να πειστεί πως σε οποιαδήποτε γλώσσα είναι ένα τραγούδι αγάπης”. Η αντιγραφή των γραπτών του Rent Foreman απ’ το οπισθόφυλλο του δίσκου της Prestige, μου γύρισε τον διακόπτη και έβαλε τον δίσκο στη λίστα με τα must.

Σε λίγο το cd έγινε και record hunting, ο Terry εντωμεταξύ μας επισκέφτηκε ένα κρύο βράδυ του Γενάρη του 2003 στο Club 22, αλλά χαμπάρι δεν πήρα, φαίνεται το είχε η μοίρα μου. Στο ίδιο μαγαζί είχα χάσει ένα χρόνο πριν τους Fall, αλλά αυτούς τους βρήκα στα επόμενα χρόνια πολλές φορές μπροστά μου. Όσο για τον Callier τον συνάντησα μόνο σε φώτο, σε εκείνον τον καφετί δίσκο τον είδα να ξεπροβάλει μέσα από μια ντάνα με άλλα βινύλια το 2006, τον αγκάλιασα, τον μύρισα, λες και επρόκειτο για ζωντανό οργανισμό. Επέστρεψα σπίτι, διάβασα ιδίοις όμμασι τις σημειώσεις και φυσικά άκουσα το Cotton Eyed Joe και τα υπόλοιπα διαμάντια. Έστεκα εκεί αμήχανος από την ομορφιά, χωρίς να ξέρω πως να αντιδράσω, να ουρλιάξω, να κλάψω, ώσπου τελείωσε η πρώτη πλευρά. Σηκώθηκα να τη γυρίσω, αλλά η δεύτερη μου έκανε νερά πηδώντας, οπότε επανήλθα στην πραγματικότητα, ακούγοντας τους υπόλοιπους δίσκους που είχα αγοράσει. Αυτή δεν ήταν όμως η πρώτη μου ηχητική επαφή με τον Callier, αφού 6-7 μήνες νωρίτερα, το καλοκαίρι του 2005 επέστρεψα στην Αθήνα μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής μου θητείας. Γεμάτος απέχθεια για τα χακί και την όλη ”κουλτούρα” του στρατού, διψούσα για ελευθερία, βόλτες και…τέχνη, βιβλία, δίσκους, ταινίες, περιοδικά, συναυλίες, φεστιβάλ. Θυμάμαι που είδα την Patti στο Λυκαβηττό, Black Sabbath και Sonic Youth (για αυτούς πήγα) στο Terra Vibe και αργότερα Cure, όπως επίσης θυμάμαι το περιοδικό Mojo -που ελλείψει ZOO αντικαθιστούσε την ενημέρωσή μου, έστω και στα Αγγλικά- που αγόρασα ένα ζεστό μεσημέρι από το περίπτερο -βασικά ήταν 2 δίπλα-δίπλα στην Πανεπιστημίου- με τον ξένο τύπο. Είχε ένα cd για την Chess records, οπότε το πήρα χωρίς καν να κοιτάξω το περιεχόμενο. Στο λεωφορείο πριν αρχίσω να το ξεφυλλίζω, ξεκόλλησα την κόλλα από το cd, το γύρισα από πίσω και είδα το μαγικό ονοματάκι Ordinary Joe στο track 12. Στο σπίτι έβαλα κατευθείαν το 12 και το άκουγα ξανά και ξανά, κολλώντας άσχημα όπως ο Πετρουλάκης 7 χρόνια πριν. 

Μέσα από άλλες 3 συλλογές στα επόμενα χρόνια, απέκτησα μερικές ακόμα πινελιές από το έργο του, μαζί με το 2ο album των συντοπιτών του -εκ Chicago δηλαδή- HP Lovecraft, όπου διασκεύαζαν 2 τραγούδια, που υπήρχαν στον πρώτο δίσκο του Callier. Και τα 2 -τα μοναδικά καινούργια- ήταν συνθέσεις του ανθρώπου, που με τις λέξεις του στο οπισθόφυλλο με έσπρωξε 900 μίλια βαθύτερα προς στον κόσμο του Terry, του Rent Foreman δηλαδή. Spin Spin Spin και It’s About Time και έτσι …έφτασε ο χρόνος που έβαλα σε μια τσάντα όλα αυτά και τράβηξα για να τιμήσω τη μνήμη του. Είχε ήδη μπει στη ζωή μου το ραδιόφωνο, αυτό που ακόμα με συντροφεύει, οπότε κίνησα κατά κει στο τότε studio της Κτενά. Ήταν Κυριακή είχα εκπομπή στις 17.00, ήδη ο Callier εδώ και 8 μέρες ήταν μακαρίτης (πέθανε στα 67 του, στις 27/10/2012), είχα ετοιμάσει σημειώσεις, αλλά το υλικό ήταν λίγο, έπρεπε να αυτοσχεδιάσω, να παίξω καμιά διασκευή, να ψάξω τα βαθύτερα νοήματα τραγουδιών σαν το Johnny Be Gay If You Can Be. Η δημιουργία μιας εκπομπής μπορεί να μετατραπεί σε ενδοσκόπηση, ψυχανάλυση και φυσικά βουτιά σ’ έναν ωκεανό πληροφοριών, όπου συνδέονται απίστευτα πράγματα μεταξύ τους. Έτσι έπεσα απάνω στον Harry Smith και την Old Weird America του, στην ιστορία της Old Lady & the Devil από το μακρινό 1928. Και από εκεί σε μια υπεραιωνόβια μπαλάντα που συμπεριέλαβε στη μελέτη του ο Francis James Child, με τον τίτλο The Farmer’s Curst Wife. Και μέσω αυτής ξανάκουσα τη θεία φωνή του John Jacob Niles, τους τιτάνες Woody Guthrie και Leadbelly, ανακάλυψα τη σπουδαία Jean Ritchie κ.ο.κ. Και αφού διάβασα και περιπλανήθηκα στον πλανήτη The Anthology of American Folk Music πήδηξα στο Mudcat.org όπου διάφοροι ”πειραγμένοι” συζητούσαν για το ίδιο άσμα …There was an old man lived over the hill.

Ήταν κάπως σαν ταινία όπου ξεκινάει η αφήγηση για το παρελθόν και μετά χάνεσαι στην εικόνα, ώσπου η ιστορία τελειώνει και κάποιος κλείνει το βιβλίο, έτσι επανέρχεσαι στην πραγματικότητα. Εκείνη την Κυριακή 4 Νοέμβρη 2012 λοιπόν, είχε κανονιστεί συνάντηση σε σπίτι με σχεδόν σύσσωμο το Music Society. Φίλοι, μουσικές, γέλια, πλάκες, αλκοόλ, μάσες, τσιγάρα και αφού μπεις πιο βαθειά στην παρέα και το κλίμα, μετά δύσκολα το αποχωρίζεσαι. Και όμως κάποια στιγμή ενημερώνω, παιδιά φεύγω πάω για εκπομπή, κάτσε ρε που να πας τώρα καλά δεν περνάμε κάνε απουσία, ναι μια χαρά είναι η φάση λέω αλλά …φεύγω. Δεν τα είπα όλα βέβαια, πως στο studio παρέα με τα φαντάσματα που αναδύονται από τους δίσκους και τις ιστορίες τους εγώ βρίσκομαι στο στοιχείο μου. Επικοινωνώ σαν πνευματικό κάλεσμα με τους νεκρούς και εκείνη τη μέρα ήθελα να αγκαλιάσω το πνεύμα του Terry Callier και να του ψιθυρίσω ένα ευχαριστώ. Η εκπομπή έγινε, ελάχιστοι άκουσαν, δεν ανέβηκε ποτέ σε mixcloud -τότε δεν ανεβάζαμε ακόμα, έπρεπε να μας βάλει ο Φερτάκης σε μια σειρά!- οπότε έμεινε μόνο στο θυμικό μου, μια ακόμα ανάμνηση.

Άλλο δίσκο του Terry Callier δεν αγόρασα ποτέ, αντίθετα αγόρασα τον ίδιο τον πρώτο του, όταν τον βρήκα μπροστά μου σε cd. Αργότερα έμαθα πως κατεβάζουν δίσκους! οπότε είπα μιας και δε μπορώ να τους αγοράσω όλους ας κατεβάσω κάποιους που δε βρίσκω και έτσι απέκτησα σε mp3 2-3 θεσπέσια album του από τα 70s. Όμως τα φαντάσματα μας, μας κυνηγούν και μας υπενθυμίζουν το είναι μας. Ξαναβλέποντας την ταινία(ρα) του Clint Eastwood Γέφυρες του Μάντισον πρόσφατα, κόλλησα στην απαγγελία ενός ποιήματος του Yeats The Golden Apples Of The Sun τα χρυσά μήλα του ήλιου από το The Song of Wandering Aengus. Η cd έκδοση του The New Folk Sound of T.C. που αγόρασα, περιείχε 3 extras. Τελευταίο το εν λόγω που βρίθει αναφορών στη μουσική (βάφτισε τους Silver Apples, ενώ το διασκεύασαν μεταξύ άλλων οι Judy Collins, Dave Van Ronk, Donovan, Waterboys). Κανείς όμως όσο ταλέντο και να διαθέτει στη μελοποίηση, δε μπορεί να το τραγουδήσει όπως το κάνει ο Terry Callier. Και σημειολογικά το ηχογράφησε τη χρονιά που διαδραματίζονται οι Γέφυρες του Μάντισον, το 1965 στη γειτονική απ’ τη γενέτειρα του (Chicago) Iowa. Εκεί ο Clint απαγγέλει ένα στίχο και διαδραματίζεται μια μικρή στιχομυθία περί Yeats. Θα ήταν μια πανέμορφη στιγμή, αν –λίγο πριν- την ώρα που ο Eastwood έψαχνε εκείνον τον πολύ καλό σταθμό με τα blues, τον 1410 όπως του υπέδειξε η Meryl Streep, ακουγόταν ο Terry να τραγουδάει:

Παρότι είμαι γέρος με περιπλανήσεις

Σε κούφιες πατρίδες και λοφώδεις πατρίδες,

Θα ανακαλύψω πού έχει πάει,

Και θα της φιλήσω τα χείλη και θα της κρατήσω τα χέρια

Και θα περπατήσω μέσα σε ψηλό πιτσιλωτό γρασίδι,

Και θα κόψω, ώσπου να περάσουν οι καιροί,

Τα ασημένια μήλα του φεγγαριού,

Του ήλιου τα μήλα τα χρυσά.

Φυσικά δε γινόταν μιας και το τραγούδι στη συγκεκριμένη εκτέλεση πρωτοεμφανίστηκε το 2003. Και πάλι όμως, όπως έλεγε ο Clint ως Robert Kincaid στο film: The old dreams were good dreams, the didn’t work out, but I’m glad I had them.

 


More Posts for Show: Noir