Τετάρτη 3/12/2014 στις 23.00 το Latcho Drom

ταξιδεύει στο μουσικό σύμπαν του Titi Robin.

Ακούτε ζωντανά εδώ.

Ακούστε την εκπομπή στο Mixcloud.

 

Ο Thierry «Titi» Robin είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση ειλικρινούς και αυθεντικού καλλιτέχνη. Αν και συχνά τον τοποθετούν στα πλαίσια του world music κινήματος, ο ίδιος δεν αποδέχεται τον όρο, καθώς πιστεύει ότι ο όρος χρησιμοποιείται με τρόπο που να αναδεικνύει τον εθνικισμό δημιουργώντας σύνορα μεταξύ της δυτικής μουσικής (ροκ, τζαζ, κτλ) και των υπόλοιπων. Για τον ίδιο το πιο σημαντικό είναι να βρει ο καθένας το δρόμο του, το σωστό δρόμο μεταξύ του αισθήματος που προκαλεί τη δημιουργία και της καλλιτεχνικής φόρμας που θα το εκφράσει, ασχέτως αν αυτό θα γίνει μέσα από παραδοσιακές φόρμες ή καταστρατηγώντας όλους τους καθιερωμένους μουσικούς κώδικες.

Ο Thierry Robin, γνωστός και ως Titi, είναι ένας αυτοδίδακτος μουσικός γεννημένος γύρω στα τέλη του ’50 στη δυτική Γαλλία που εμπνέεται τόσο από την τσιγγάνικη κουλτούρα όσο και από τις ανατολικές μουσικές παραδόσεις προσπαθώντας να ενώσει τους δύο αυτούς κόσμους στο δικό του όραμα για τη μουσική. Σημεία αναφοράς για τον ίδιο: ο flamenco cantaor Camarón de la Isla και ο δεξιοτέχνης ουτίστας Munir Bachir. Ήδη από τις αρχές του ’80 ξεκίνησε να δημιουργεί μελωδίες που απέπνεαν ένα προσωπικό και ιδιαίτερο ύφος παίζοντας κιθάρα, ούτι και μπουζούκι.

Ιδιαίτερα ανήσυχος καλλιτεχνικά ξεκίνησε το 1984 σχηματίζοντας ένα ντουέτο με τον Ινδό Hameed Khan (tablas) παίζοντας σε τοπικά φεστιβάλ, μπαρ, εστιατόρια κ.α. με ένα ρεπερτόριο που αυξανόταν σιγά σιγά, όπως και οι αυτοσχεδιαστικές του ικανότητες. Ο δίσκος Luth et Tablâ που κυκλοφόρησαν είναι πλέον συλλεκτικός.

Το 1987 ένα νέο γκρουπ κάνει την εμφάνισή του, το Johnny Michto, ένα μείγμα μαροκινών ρυθμών, ηλεκτρικού μπουζουκιού, ροκ κιθάρας, κλαρίνου και γκάιντας. Παράλληλα γνωρίζει τον τραγουδιστή Erik Marchand και μαζί αναπτύσσουν ένα ρεπερτόριο συνθέσεων χρησιμοποιώντας ανατολίτικους αυτοσχεδιαστικούς δρόμους (Taqsîm) με το Gwerz, ένα είδος αρχαίου μονοφωνικού θρήνου της Βρετάνης με τον Marchand να είναι ένας από τους ελάχιστους τραγουδιστές που το συνεχίζουν μαζί με τον Yann Fanch Kemener. Η μουσική αυτή συνεύρεση αποτυπώνεται και στη δισκογραφία το 1989 με τίτλο «An Henchou Treuz» κερδίζοντας και το Charles Cros Academy Grand Prize. Τα δύο ντουέτα σύντομα μετατράπηκαν σε ένα ξεχωριστό τρίο, το Erik Marchand Trio, για το οποίο ο Thierry Robin συνθέτει και ενορχηστρώνει το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου. Το τρίο ταξίδεψε ανά την υφήλιο παίζοντας τη μουσική του και εκτιμήθηκε ιδιαίτερα για την πρωτοποριακή προσέγγιση του στον αυτοσχεδιασμό. Το 1991 κυκλοφορεί η πρώτη δουλειά του Erik Marchand Trio με τίτλο «An Tri Breur».

Με το τρίο ο Titi Robin είχε γίνει ευρύτερα γνωστός κυρίως ως ουτίστας. Με τη δημοσίευση του δίσκου «Gitans» το 1993 γίνεται περισσότερο φανερός ο μουσικός κόσμος του Robin, καθώς έρχονται στο προσκήνιο και δύο άλλες πολύ σημαντικές μουσικές πλευρές του ως οργανοπαίχτη, το μπουζούκι και η κιθάρα. Ο δίσκος αποτελεί ένα φόρο τιμής στην τσιγγάνικη κοινότητα που του έχει μάθει τόσα πολλά. Ένα μωσαϊκό συναντήσεων με καλλιτέχνες από την Ινδία μέχρι την Ανδαλουσία μέσω των Βαλκανίων. Άνθρωποι και περιοχές που διαμορφώνουν το προσωπικό μουσικό του όραμα. Οι μουσικοί που εμφανίζονται στο δίσκο είναι οι: Gulabi Sapera (φωνή), Bruno el Gitano (φωνή, παλαμάκια, κιθάρα), Mambo Saadna (φωνή, παλαμάκια, κιθάρα), Paco el Lobo (φωνή, παλαμάκια) François Castiello (ακορντεόν), Hameed Khan (tablas), Francis Moerman (κιθάρα), Abdelkrim Sami (κρουστά), Bernard Subert (κλαρίνο, γκάιντα). Το γκρουπ έκανε αίσθηση σε κοινό και κριτικούς και περιόδευσε σε όλο τον κόσμο από Ιαπωνία μέχρι ΗΠΑ και απ’ τη Νότια Αφρική στα μεγαλύτερα φεστιβάλ της Ευρώπης.

Το 1996 ένας πλήρως ορχηστρικός και αυτοσχεδιαστικός δίσκος είδε το φως της δημοσιότητας, το «Le Regard Nu», ένα μοναδικό άλμπουμ για το οποίο νιώθει και ο ίδιος ιδιαίτερη ικανοποίηση όσο και οι ανά τον κόσμο θαυμαστές του. Η περιοδεία Gitans συνεχίζεται οδηγώντας στην κυκλοφορία το 1997 του «Payo Michto», ενός live δίσκου, ο οποίος αποτελεί μια δυναμική αποτύπωση του σόου, με τη συμμετοχή του ακορντεονίστα Francis Varis.

Αναζητώντας νέους δρόμους που θα συνέδεαν τις μουσικές που μέχρι τώρα εξερευνούσε με τη δυτική folk μουσική, δημιουργεί ένα νέο σχήμα στην ορχήστρα του οποίου συμπεριλαμβάνονται σαξόφωνο, ντραμς και μπάσο. Το όνομά του, «Kali Gadji», όπως και το όνομα του δίσκου που θα κυκλοφορήσει το 1998. Οι τσιγγάνικες και ανατολίτικες επιρροές αναμειγνύονται με γαλλική ραπ και δυτικο-αφρικανικές πολυρυθμίες. Καλεσμένοι μουσικοί: Renaud Pion (σαξόφωνο), Abdelkrim Sami (φωνή, κρουστά), Farid Roberto Saadna (φωνή, κιθάρα, παλαμάκια), Jorge Negrito Trasante (ντραμς), Gabi Levasseur (ακορντεόν), Alain Genty (μπάσο) και Bernard Subert (όμποε, γκάιντα). Η ορχήστρα θα περιοδεύει για χρόνια παράλληλα με το σχήμα της περιοδείας Gitans.

Το 2000 κυκλοφορεί ο δίσκος «Un Ciel de Cuivre», ένας δίσκος για τον οποίο ο ίδιος ο Titi Robin πιστεύει πως αντιπροσωπεύει με τον καλύτερο τρόπο το μουσικό σύμπαν του σε όλη την ποικιλία του. Μεταξύ των καλλιτεχνών που συμμετέχουν οι: Farid Roberto Saadna, Gulabi Sapera, Keyvan Chemirani, François Laizeau, Renaud Pion, Negrito Trasante, Francis-Alfred Moerman κ.ά. Ο Robin λέει: «Αυτός ο δίσκος δεν έχει παιχτεί από μία συγκεκριμένη ορχήστρα όπως οι προηγούμενοι. Αναδεικνύει την ποικιλία των επιρροών μου και ελπίζω ταυτόχρονα τη συνοχή του αισθητικού σύμπαντός μου. Η τσιγγάνικη, μεσογειακή, βαλκανική κουλτούρα εξακολουθεί να είναι παρούσα, αλλά πάνω απ’ όλα είναι το προσωπικό μου όραμα μέσα από το οποίο θέλω να εκφράσω τα μουσικά παντρέματα που συνθέτουν την καθημερινή ζωή μου». Μετά την κυκλοφορία, ένα σεξτέτο περιόδευε συνεχώς παρουσιάζοντας τις συνθέσεις του δίσκου μαζί και με παλιότερες. Επίσης δημιούργησε ένα ορχηστρικό τρίο –Titi(ούτι, κιθάρα, μπουζούκι), Francis Varis (ακορντεόν), τον Abdelkrim Sami (κρουστά)– το οποίο είχε ως πηγή ολόκληρο το ρεπερτόριο του Robin και δραστηριοποιήθηκε κυρίως στη Μέση Ανατολή.

Από το 1992 και έπειτα συνεργάζεται στενά με την Gulabi Sapera (γνωστή στην Ινδία ως «Gulabo») για την οποία έχει γράψει και ένα βιβλίο «Gulabi Sapera, Danseuse Gitane du Rajasthan». Η μουσική τους συνεύρεση τόσο επί σκηνής όσο και στο στούντιο αναδεικνύει την ευρύτερη ταύτιση της αισθητικής τους. Το 2002 συνεργάζονται στο δίσκο «Rakhî», όπου οι συνθέσεις του Robin ενώνονται με τα τραγούδια της κάστας των Kalbeliyas (γητευτές φιδιών), της οποίας η Gulabi είναι η εμβληματική και παγκοσμίως γνωστή χορεύτρια. Επίσης οργανώνουν την παράσταση Jivula, όπου οι χορογραφίες της Gulabi ενώνονται με τις συνθέσεις του Titi Robin. Μια παράσταση που παρουσίασαν σε πολυάριθμες γαλλικές σκηνές αλλά και στο εξωτερικό και έτυχε θερμής αποδοχής. Τον ίδιο χρόνο συνθέτει μουσική για την ταινία «Τhe Code (La Mentale)» του Manuel Boursinhac.

titi_robin_1 Το 2004 κυκλοφορεί η ανθολογία «Alezane», ένας διπλός δίσκος με αντιπροσωπευτικές επιλογές από την μέχρι τότε πορεία του, με αρκετά ανέκδοτα κομμάτια και επανεκτελέσεις. Ο ίδιος σχολιάζει για το δίσκο: «Αυτοί οι δύο δίσκοι είναι μία επιλογή από ηχογραφήσεις που καλύπτουν μία μακρά περίοδο ετών (η πρώτη γράφτηκε το χειμώνα του 1991) και πηγάζει από μία εικοσιπενταετία συνθέσεων. Δεν ήταν εύκολη η επιλογή. Στις προηγούμενες δουλειές μου προσπάθησα να κρατήσω μία ισορροπία ανάμεσα στα χορευτικά και στα πιο ήρεμα ή εσωτερικά κομμάτια. Εδώ, αντίθετα, διαλέγουμε να κατηγοριοποιήσουμε τα κομμάτια σε δύο δίσκους: τα πιο ρυθμικά στη Μέρα (Le Jour) και τα πιο ήσυχα στη Νύχτα (La Nuit). Φυσικά κάποια κομμάτια θα μπορούσαν να υπάρχουν και στις δύο κατηγορίες. Το να κοιτώ πίσω στις δημιουργίες μου με έναν αλλιώτικο τρόπο έχει το πλεονέκτημα να φωτίζονται διαφορετικά κάποια κομμάτια. Ελπίζω αυτή η διαδικασία να φέρει στο φως το μουσικό κόσμο στον οποίο περιπλανιέμαι πάνω από δυο δεκαετίες. Από την άλλη, η αληθινή πρόκληση θα ήταν να εκφράσω, μέσα από ένα καλλιτεχνικό σύμπαν που περισσότερο με επέλεξε παρά το διάλεξα, το δρόμο μου ως σύγχρονου μουσικού με τις χαρές και τις λύπες του και όλα τα χρώματα και αρώματα που με διαπερνούν. Προσκάλεσα τον Eric Roux-Fontaine να δουλέψει το εικαστικό μέρος αυτού του δίσκου. Ο Eric είναι ένας σύγχρονος δημιουργός, ζωγράφος, φωτογράφος που ασχολείται με την τσιγγάνικη κουλτούρα εδώ και πολλά χρόνια και δέχτηκε να αναλάβει τον πλήρη εικαστικό σχεδιασμό αυτού του διπλού άλμπουμ».

Ο επόμενος προσωπικός του δίσκος, «Ces vagues que l’amour soulève», κυκλοφορεί το 2005. Συνεχίζει να βαδίζει στα μουσικά μονοπάτια που παρουσιάζονται και στους προηγούμενους δίσκους του, προχωρώντας όλο και πιο βαθιά, δημιουργώντας ένα δίσκο πλούσιο σε μελωδίες και ρυθμούς της Ανατολής αλλά και της Δύσης, έχοντας στο πλάι του σπουδαίους μουσικούς που τον συνοδεύουν όλα αυτά τα χρόνια: Francis Varis, Kalou Stalin, Ze Luis Nascimento, Jose Montealegre, Los Rumberos Catalans, Gulabi Sapera, όπως και τις κόρες του Maria και La Coque.

Το 2006 κυκλοφορεί ο live δίσκος «Anita!» με τραγούδια που ηχογραφήθηκαν κατά το χειμώνα του 2005 σε εμφανίσεις με ποικίλα σχήματα: τρίο, κουαρτέτο, κουιντέτο.

Το 2008 κυκλοφόρησε ο δίσκος με τίτλο, «Kali Sultana. L’ombre du ghazal», για τον οποίο λέει ο ίδιος: «Ως οργανοπαίχτης, νομίζω πως ξέρω να αφηγούμαι μία ιστορία. Έχω μία πολύ συγκεκριμένη σχέση με τη μουσική. Λέω πράγματα εντελώς συγκεκριμένα που είναι πάντα βασισμένα στις προσωπικές μου εμπειρίες. Αν η μουσική φόρμα που χρησιμοποιώ μπορεί να τις κάνει πιο προσιτές στους υπόλοιπους ανθρώπους, τότε φυσικά αυτή την πορεία θα ακολουθήσω. Η Kali Sultana (Μαύρη βασίλισσα) είναι η αποκρυστάλλωση αυτής της ιδέας».

Το 2009 κυκλοφορεί ο δίσκος «Jaadu», στον οποίο συνεργάζεται με το σπουδαίο τραγουδιστή Faiz Ali Faiz της σούφι μουσικής παράδοσης Qawwali. Συναντήθηκαν πρώτη φορά στη σκηνή το 2006 και η μουσική τους ταύτιση μερικά χρόνια αργότερα καρποφόρησε σε δισκογραφική συνεργασία. Η μυστικιστική κουλτούρα σούφι ενέπνευσε τον Robin, ώστε να γράψει πρωτότυπες συνθέσεις στην υπηρεσία της σούφι ποίησης Qawwali.

Από τα τέλη του 2009 και μέχρι το 2011 ο Titi Robin εργάζεται πάνω στο τρίπτυχο «Les Rives». Ένα μακρόπνοο πρότζεκτ κατά το οποίο φιλοδοξεί να ηχογραφήσει τρεις δίσκους σε τρεις αγαπημένες τους χώρες (Ινδία, Τουρκία, Μαρόκο) μαζί με ντόπιους μουσικούς. Με αυτό τον τρόπο θέλησε να αποτίσει φόρο τιμής στους πολιτισμούς αυτούς που τον επηρέασαν τόσο στη διαμόρφωση του ήχου του. Μετά την κυκλοφορία των δίσκων στις χώρες αυτές ξεχωριστά εκδόθηκε ένας τριπλός δίσκος που κυκλοφόρησε στην Ευρώπη το 2011.

Το 2012 στην απονομή των βραβείων Victoires de la Musique δηλώνει το εξής: «Σε όλη μου την καριέρα έχω αποφύγει πολύ προσεχτικά τον ανταγωνισμό. Πάνω απ’ όλα στη διαδικασία της δημιουργίας, στην οποία δεν υπάρχει τιμή, εμπόριο ή ανταγωνισμός. Η αισθητική αναζήτηση συνιστά το μοναδικό μου κίνητρο».

 


More Posts for Show: Latcho Drom