του Σπύρου Καλετσάνου (εκπομπή Noir)

Κάποτε το Γαλλικό τραγούδι, μαζί με το Ιταλικό ήταν τα ‹‹ισχυρότερα›› της Ευρώπης. Η γκάμα όσων πραγματευόταν και η ελευθεριακότητα που ανέδυε, συν φυσικά ο μύθος του Παρισιού, της αριστερής όχθης και μορφών σαν του Σάρτρ, του Καμί, της Πιαφ κλπ, υπήρξαν εκτυφλωτικά. Αργότερα ήρθε η Αγγλο-σαξωνική μουσική για να συνεπάρει τον κόσμο, κάτι που παραμένει ως τις μέρες μας. Αυτό δε σημαίνει όμως, πως όλες οι άλλες σχολές-χώρες παρήκμασαν ή πως δε διέθεταν τίποτα άξιο αναφοράς. Δυστυχώς στις μέρες μας ακόμα και η παρελθοντολαγνία σ’ έναν μεγάλο βαθμό, ξεκινάει και εξελίσσεται από συγκεκριμένους κύκλους. Μουσικά τα 60s για τους περισσότερους, είναι σαν να συνέβησαν μόνο σε 2 χώρες ( Η.ΠΑ., Αγγλία) και όλοι οι άλλοι κάθονταν σαν χάνοι να κοιτούν και να κοπιάρουν. Μέγα σφάλμα φυσικά, μιας και κάθε χώρα έχει τη δική της κουλτούρα-παράδοση και μέσα σε αυτή δομήθηκαν και οι νέες τάσεις. Οι Γάλλοι είχαν πέραν της λαϊκής μουσικής των επαρχιών τους (Βρετάνη, Κορσική κ.ο.κ.) και της αγάπης για τη Jazz, το ακορντεόν, το cancan, τα cabaret και μεταπολεμικά το –νέο- Chanson. Μέσα σε μια χώρα πολυπολιτισμική, με πολλές επιρροές από τα ανοιχτά ‹‹μέτωπα››, διάφοροι καλλιτέχνες έγραφαν και τραγουδούσαν τραγούδια χορευτικά, ερωτικά, κοινωνικά, πολιτικά, ποιητικά. Πιαφ, Μοντάν, Φερρέ, Μπρασένς, Αζναβούρ, Ανταμό, Μπάρμπαρα,
Γκρεκό. Και ο Φλαμανδός Ζακ Μπρελ ανάμεσά τους, τόσο ξεχωριστός και μοναδικός, να κάνει τα όνειρά του/μας πραγματικότητα.

Όλοι οι σπουδαίοι της εποχής των 50s/60s ‹‹ανήκουν›› μ’έναν τρόπο στη γενιά των γονιών μου. Χόρευαν τα τραγούδια τους στα πάρτι, μάθαιναν Γαλλικά για να καταλαβαίνουν τι ακούνε, ονειροπολούσαν μαζί τους και ονειρεύονταν να τους συναντήσουν στο Σηκουάνα. Για τη δική μου γενιά δε σημαίνουν τίποτα, οπότε δύσκολα θα βρεις 2-3 ανθρώπους που πραγματικά να αγαπούν τέτοιους ήχους. Συνήθως εισπράττεις χλεύη ή στην καλύτερη, κάποιοι γνωρίζουν τον καλλιτέχνη  αποσπασματικά ή και λόγω κάποιων διασκευών στο έργο του.

Τέτοια είναι η περίπτωση του Μπρελ, μιας και όχι απλά διασκευάστηκε, αλλά μεταφράστηκε επίσημα στα Αγγλικά. Τα If You Go Away, Next, Seasons in the Sun, Amsterdam αγαπήθηκαν ιδιαίτερα, οπότε ένα πρώτο βήμα έχει γίνει. Τι γίνεται όμως με το αυθεντικό έργο του, τι νιώθει ένας νέος όταν ακούει το τραγούδι των παλιών εραστών (le chanson des vieux amants) ή το βαλς σε χίλιους χρόνους (la valse a mille temps). Κατ’ εμέ που δε γνωρίζω τη γλώσσα και ακόμα περισσότερο το ηχόχρωμα της δε με συναρπάζει, αισθάνομαι το συναίσθημα και το πάθος του δημιουργού. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο νιώθω την ανάγκη να βουτήξω στον κόσμο του, να διαβάσω στίχους και ιστορίες. Ευτυχώς στην περίπτωση του Μπρελ, υπάρχει η δυνατότητα μέσω 2 βιβλίων στα Ελληνικά, τα: Ζακ Μπρελ ζώντας λίγο, ζώντας δυνατά – Μάρκος Δαμασιώτης(οδός Πανός) και Ζακ Μπρελ ο ποιητής, ο τραγουδιστής – Τούλα Καρώνη (Δρόμων), βοηθούν για κάτι τέτοιο. Επιπρόσθετα υπάρχει και ο ‹‹άγιος›› Scott Walker, που έχει μια καίρια και κύρια συνεισφορά στην αφοσίωση μου στο μπρελικό σύμπαν. Λένε όμως πως για όλα υπάρχει λόγος που συμβαίνουν και ίσως έτσι να είναι, αλλά η πρώτη μου φορά ήταν 20 χρόνια πριν, στα 17 μου, όπου μια ιστορία και μια φωτογραφία μου ερέθισαν την  περιέργεια και το ενδιαφέρον και μου έδειξαν το δρόμο. Όλα τα υπόλοιπα ακολούθησαν:
‘’Μερικά πράγματα στη ζωή τα ανακαλύπτεις με τον πιο λανθασμένο τρόπο. Ήταν αρχές του ’74 θυμάμαι όταν μικρός και απονήρευτος τότε, άκουγα από τον ραδιοφωνικό σταθμό της αμερικάνικης βάσης του Ελληνικού, ένα τραγούδι με τίτλο Seasons in the Sun. Και παρά τον ακατάλληλο για την εποχή τίτλο, ο ερμηνευτής του, ένας Καναδός που άκουγε στο όνομα Terry Jacks, κατόρθωσε όχι μόνο να το ανεβάσει στο Νο1 και στις 2 πλευρές του Ατλαντικού, αλλά και να το διατηρήσει εκεί για 3 εβδομάδες στις Η.Π.Α. και μία παραπάνω στη Μεγάλη Βρετανία!

Ο απόηχος της επιτυχίας του τραγουδιού έφτασε και στη χώρα μας, όπου κυκλοφόρησε από την ΕΜΙΑΛ σε μικρό, αλλά και σε μεγάλο δίσκο, σε φάκελο εισαγωγής, με τη χαρακτηριστική ασημένια ετικέτα της εταιρείας BELL και καταναλώθηκε δεόντως. Τόσο ώστε σε όποιο ανήλικο πάρτι πήγαινες -διότι τέτοιος ήμουν και σε τέτοια με καλούσαν- το Seasons in the Sun κατείχε περίοπτη θέση ανάμεσα στα … blues, όπως έλεγαν τότε τα αργά, αγαπησιάρικα τραγούδια. Παρά το γεγονός όμως πως το τραγούδι δεν ήταν και τόσο αργό, όπως το Sympathy των Rare Bird για παράδειγμα, για να επικαλεστώ ένα άλλο δημοφιλέστατο … blues στα πάρτι που λάμβαναν χώρα εντός της ακτίνας δράσης μου, αποτελούσε και αυτό, τέλος πάντων, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να πλησιάσεις κάποιο κορίτσι και να μελετήσεις λεπτομερώς τις ανατομικές ιδιαιτερότητές του. Όποτε παιζόταν αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι λοιπόν, απέφευγα επιμελώς να ζητήσω κάποια κοπέλα για χορό, καθώς ούτε της αρεσκείας μου, ούτε υποβοηθητικό της απόδοσής μου ήταν. Για μία και μοναδική φορά όμως δεν τήρησα τον κανόνα και απέτυχα παταγωδώς, καθώς υπό τους ανέμελους ήχους του Seasons … μια ομορφούλα μου πρόσφερε μια … χυλόπιτα ξεγυρισμένη! Και ενώ, μετά από τόσα χρόνια, δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν το όνομα της ήταν Τζένη, Ελένη ή Μένη, θυμάμαι ακόμα τα υπέροχα πράσινα μάτια της!

Τα χρόνια πέρασαν και εγώ γνώρισα κάμποσα κορίτσια με όμορφα μάτια, δυστυχώς όχι τόσο πράσινα ώστε να σβήσουν από τη μνήμη μου εκείνη την κοπέλα από την Αμφιθέα και έμαθα κάτι ακόμα για το Seasons …, ότι ήταν δηλαδή διασκευή ενός τραγουδιού κάποιου Γάλλου τραγουδιστή ονόματι Jacques Brel και στο οποίο δυστυχώς δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Ως συνήθως κούνια που με κούναγε. Αργότερα και συγκεκριμένα πριν από 20 χρόνια ακριβώς, τον Οκτώβρη του ’78, διάβασα στο 8ο τεύχος του Ποπ&Ροκ, ένα άρθρο για τον Brel με τον τίτλο-ερώτηση “ποιος είναι αυτός ο μεγάλος καλλιτέχνης”; και την υπογραφή του αδικοχαμένου Βάσου Τσιμιδόπουλου, με αφορμή την κυκλοφορία ενός νέου του album, μετά από απουσία 10 χρόνων από το προσκήνιο. Που να φανταζόταν τότε ο άτυχος συντάκτης του, ότι θα αποτελούσε ταυτόχρονα και τον επικήδειο του καλλιτέχνη, καθώς λίγες μόνο ημέρες μετά από την εμφάνιση εκείνου του συγκεκριμένου τεύχους στα περίπτερα, ο Brel που υπέφερε από καρκίνο στον λάρυγγα, άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι σε ηλικία μόλις 49 ετών!

Οφείλω να ομολογήσω ότι ούτε τότε έκανα τον κόπο να ασχοληθώ με την περίπτωση Brel και χρειάστηκε να αποκτήσω το Next lp, για να καταλάβω ότι κάτι συμβαίνει τελικά, καθώς και το ομότιτλο τραγούδι αποτελεί όχι μόνο την καλύτερη απόδοση του Au Suivant αλλά και την καλύτερη διασκευή σε τραγούδι του Brel, όπου ο ανεπανάληπτος Alex Harvey επιδίδεται σε ένα στοιχειωμένο one man tango στην τελευταία στροφή του οποίου ξεριζώνει την ψυχή του και την πετάει στα σκυλιά! Προσωπικά μετά από κάθε ακρόαση του Next, κατεβάζω τους διακόπτες ανήμπορος να ακούσω οτιδήποτε άλλο. Κατά τραγική σύμπτωση, ο Harvey πέθανε το 1982 στο Βέλγιο … γενέτειρα του Brel, λίγους μήνες μετά τη θρυλική επίσκεψη στη χώρα μας!

Για να συνειδητοποιήσω όμως περί τίνος επρόκειτο χρειάστηκε να μπουν τα 80s, να ανακαλύψω την αυτοκαταστροφική προσωπική καριέρα του Scott Walker και μαζί με αυτήν την ψύχωση του για τον Brel, καθώς στα 3 πρώτα του albums διασκεύασε ούτε λίγο ούτε πολύ …10 συνθέσεις του! Αμέσως μετά ακολούθησε η εκδοχή του Patrik Fitzgerald στο La Mort ως My Death στο Gifts And Telegrams lp και η επαναδιάθεση του Amsterdam από τον David Bowie στη συλλογή Rare, ώστε να πειστώ τελικά να αφήσω κατά μέρος τις όποιες προκαταλήψεις μου και να τοποθετήσω στη σωστή της θέση, τη σχέση μου με τον μεγαλύτερο μη αγγλόφωνο τραγουδοποιό των 50s/60s. Στα χρόνια που ακολούθησαν …. τέλος γνώρισα πρόσφατα μια κοπέλα που ονειρεύεται να χορέψει στο γάμο της το La Valse A Mille Temps, ούτε αυτή όμως με έχει επιλέξει για το ρόλο του παρτενέρ. Μερικά πράγματα στη ζωή τα συναντάς συνέχεια μπροστά σου.

Αυτό το (σχεδόν ολόκληρο) κείμενο που διάβασα στα τέλη του 1998, ήταν το editorial -με τίτλο French Connection- του 12ου τεύχους του περιοδικού (ευαγγελίου για μένα!) ZOO, που έγραψε ο – πολύ αγαπητός μου- Νίκος Πετρουλάκης. Η εκπληκτική φωτογραφία (παρμένη από το lp Ces Gens La), με τον ίδιο να καπνίζει και οι λέξεις αυτές πέρασαν μέσα μου και έμειναν καρτερικά περιμένοντας τα … επόμενα (next), που ήρθαν με την ανακάλυψη της συλλογής Next Brel με το που βγήκε το 2004. Εκεί υπήρχαν διασκευασμένα 15 τραγούδια του Brel (14 δηλαδή, μιας και το φερώνυμο υπήρχε δις) που άνοιξαν την αυλαία ουσιαστικώς, καθώς το άκουσμα του Seasons of the Sun από τον Terry Jacks … δεν πιάνεται και το ίδιο συνέβει με κάποια ακούσματα του If You Go Away που ήταν λίγα και … λαθραία! Ακολούθησε η διπλή συλλογή Infiniment, με τραγούδια του Βέλγου τραγουδοποιού παιγμένα από τον ίδιο και φυσικά μια βουτιά στο κόσμο του Scott Walker που έχει πολύ …Brel! Από και έπειτα μπήκα μια για πάντα στο σύμπαν του, ανακαλύπτοντας και αποκρυφογραφόντας, αυτόν τον κάπως … old world -με διαφορετικό ηχόχρωμα βέβαια από αυτόν του Jonathan Richman- του, αλλά  γεμάτο όνειρα για ζωή. Κερασάκι στην τούρτα για μένα, ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στο film La Bande A Bonnot, όπου έπαιζε τον συμπατριώτη του -Βέλγο- αναρχικό και μέλος της συμμορίας Μπονό, Raymond Callemin. Έγραψε και τη μουσική παρέα με τον Francois Rauber, στα χρόνια που άφησε το τραγούδι για να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Εν τέλη 10 χρόνια μετά στις 9/10/1978 μας άφησε στα 49 του. Παρότι οι εποχές είχαν και έχουν αλλάξει υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα  αρκετοί εκεί έξω που όχι μόνο δεν το ξέχασαν, αλλά το είχαν και σαν φάρο τους. Έφυγε γεμάτος από ζωή και σίγουρα πετυχημένος. Ο ίδιος έλεγε κάποτε πως επιτυχία είναι να κάνουμε τα όνειρά μας πραγματικότητα.


More Posts for Show: Noir