Δεν έχω ίχνος χιούμορ να επιστρατεύσω για να γράψω αυτό που θα με στείλει για ύπνο.
Η καλή μου πίστη στους νέους ανθρώπους δε θα μου επέτρεπε ποτέ πριν να φανταστώ ότι θα βιώσω ένα τέτοιο συμβάν.

Είναι περασμένες δύο και το κέντρο της πόλης μου έχει πάντα φως και κόσμο. Κι εμείς περπατάμε στον κεντρικό, ισορροπώντας το βήμα μας στην ασφάλεια και στον κίνδυνο και συζητώντας ζωηρά τα μεγάλα θέματα της μικρής ζωής μας.

Μιλώ έντονα, προχωρώ στο πεζοδρόμιο κι εσύ σταματάς πίσω μου. Περνάω μέσα από την παρέα των αγοριών με το βλέμμα καρφωμένο στο τέρμα του δρόμου. Ξέρω ότι φοβάσαι τους περαστικούς το βράδυ, κοντοστέκομαι και σε περιμένω ν’ αποφασίσεις να περάσεις ανάμεσά τους. Μιλώ ακόμη ακατάπαυστα κι επιθετικά.

Δεν έρχεσαι. Για μια στιγμή μου περνάει από το μυαλό να σου το πω, «έλα βρε πουλάκι μου πια, δε μας πειράζουν τα παιδιά». Γυρνάω προς τα πίσω να σε δω και τα μάτια μας συναντιόνται. Οι κόρες μου ανοίγουν τόσο γρήγορα που με πονούν, να το χωρέσουν. Ανάμεσα στο δικό σου και το δικό μου σώμα, το γεγονός.

Είναι τρεις, στέκονται σε διάταξη αμφιθεατρική γύρω από εκείνον και τον φωτογραφίζουν. Στο πρόσωπό τους έχουν την έκφραση εκείνη του μεσήλικα επαρχιώτη που απολάμβανε το βραδυνό του φρούτο, χαζεύοντας τα επεισόδια του Πολυτεχνείου, το Νοέμβρη του ’95. Η ευχαρίστηση ν’ αντικρίζεις την καταστροφή και να μην είσαι μέτοχος σ’ αυτήν, αυτή είναι η εικόνα των προσώπων τους. Κάτι λένε στη γλώσσα τους και γελούν στο φλας που ανάβει.

Το μοντέλο τους είναι «πρόθυμο». Το κορμί του είναι αφημένο στο μάρμαρο της βιτρίνας, παραδομένο στην εξάρτηση. Το κεφάλι του χωμένο ανάμεσα στα γόνατα και το μόνο που εξέχει είναι το ένα του χέρι. Κρατάει ένα πλαστικό ποτήρι με δυο κέρματα. Είναι σκυφτός και δε βλέπω το πρόσωπό του.

Είναι καλύτερα που δε σήκωσε το κεφάλι του αυτός ο άνθρωπος. Αν αναγκαζόμουν να δω τα μάτια του ν’ αστράφτουν σ’ ένα τέτοιο φωτογραφικό φλας, ίσως να είχα γίνει ανεξέλεγκτα επιθετική, τόσο που «θα μας πείραζαν στ’ αλήθεια τα παιδιά»..

Δε φοβάμαι τους ληστές. Δε φοβάμαι ότι θα μου επιτεθούν και θα μου κλέψουν την τσάντα στο δρόμο που περπατώ μόνη τη νύχτα, κι ας έχει συμβεί σε τόσους γύρω μου. Διεκδικώ την ελευθερία μου να περπατώ μόνη τη νύχτα στην πόλη μου.

Όμως εκείνος; Εκείνος δε μπορεί να διεκδικήσει τέτοια πράγματα. Εκείνος ζει τη νύχτα. Μένει καθηλωμένος ώρες στην ίδια στάση, τυλιγμένος στους δικούς του εφιάλτες. Μένει να φωτογραφίζεται από τον κάθε συμπλεγματικό κωλοπαιδαρά που διασκεδάζει βιάζοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και δεν έχει θέση σ’ αυτή τη γειτονιά. Σε καμία γειτονιά.

Η ψυχή των ανθρώπων «φαίνεται» όταν κάνουν πράγματα που δεν τους έχουν ζητηθεί. Αυθόρμητα. Για την εκτόνωση των ενστίκτων τους. Η ψυχή των ανθρώπων «φαίνεται» όταν έχουν το πάνω χέρι.

Δε θα έπρεπε να θυμώνω και να φωνάζω. Θα έπρεπε, πρέπει, η σκέψη μου να είναι πιο ώριμη, πιο εξελιγμένη. Να καθίσω με ηρεμία να βρω τις βαθύτερες αιτίες, τις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις που φέρουν τέτοιες συμπεριφορές. Να το αναλύσω. Δε θέλω όμως, ίσως και να μη μπορώ. Είναι τόσο μεγάλο αυτό που.. είμαι μια ανάσα από τα τριάντα και μου γκρεμίζει τα παιδικά οράματα.

kat