του Απόστολου Στάικου

«Απ’ το ραδιόφωνο ακούω δυνατά τζαζ ροκ».. τώρα μπορώ. Ο πρώην μου ο Μάρκος δεν άντεχε την τζαζ και στο αυτοκίνητο ποτέ δεν ακούγαμε τη μουσική που αγαπάω. Φταίω βέβαια, γιατί υποχώρησα. Δεν διεκδίκησα τους στίχους που σιγοτραγούδαω. Όταν μου είπε αντίο, ένιωσα πως εκείνη ήταν η αγαπημένη του λέξη. Άραγε, ο τύπος τις προάλλες τι μουσική να άκουγε καθώς με ακολουθούσε;

Φτού σου! «Πάλι με πιάνει κόκκινο στο ύψος της Πανόρμου» και τώρα δεν με ακολουθεί κανείς. Μονάχα η σκέψη εκείνου του άγνωστου άνδρα που νόμιζα πως ήθελε να φτάσουμε, κάπου, μαζί. Μα δεν μπορούσα να πετύχω πράσινο; Όσο περιμένω, τόσο σκέφτομαι πως οι δρόμοι είναι άδειοι, γιατί όλοι είναι κάπου. Θέλω να πω πως κάπου κοιμούνται, με κάποιον αγκαλιά. Θα μου πείτε πως η μοναξιά δεν αποτελεί δικό μου προνόμιο. Σωστό.

Μάλλον φταίει που τον τελευταίο μήνα δεν συνέβη τίποτα πικάντικο. Είναι κι ο Χειμώνας που δυσκολεύει τα συναισθήματα. Ακόμη και το σώμα σου λέει, «εντάξει, με έντυσες σαν κρεμμύδι. Τώρα ποιος θα τα βγάλει όλα αυτά»;

«Πατάω γκάζι και γελάς πίσω απ’ το τζάμι δυόμισι η ώρα κι η νύχτα φωτεινή», σκέφτομαι και σιγοτραγούδαω τους στίχους της Μάνου, όταν ξαφνικά «λόγω ολισθηρού οδόστρωματος» που λένε και οι δημοσιογράφοι, ξεφεύγω και χτυπάω στα κολωνόκια του Αβραμοπούλου. Καρφί για το συνεργείο το Citroen. Αν και επέμεναν να πάω στο νοσοκομείο, δεν τους έκανα το χατήρι. Ήμουν καλά και απλά ήθελα να περπατήσω για το σπίτι. Λίγο μετά τις 04.20 και ενώ βαδίζω ολομόναχη στο δρόμο, ακούω μια φωνή, «Δεσποινίς, Δεσποινίς…». Να σημειώσω πως εκτίμησα την προσφώνηση, αφού έχω πατήσει τα 40 και αυτά εμένα.

Ένας κύριος λοιπόν που είχε δεί τι συνέβη, με πλησιάζει και με ρωτάει αν είμαι καλά. Λέει πως πρέπει να πάω στο νοσοκομείο ή έστω να πάρω ένα ταξί. Κάποια στιγμή, «κι ενώ παλεύω μ’ όλες τις προκαταλήψεις» χάνω τη μάχη και του λέω. «Έχεις υπέροχα ματια, πάμε για καφέ..» Ξαφνιάζεται, κάνει ένα βήμα πίσω και δύο μπροστά. Απαντάει θετικά. Μου ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου. Έχει όντως υπέροχα μάτια και μυρίζει ωραία. Δεν μιλάμε, εγώ μετράω. Πόσο να ‘ναι 45 άντε 50… Οδηγεί και με κοιτάζει. Χαμογελά. Κάπως έτσι ξεκινούν τα μισά θρίλερ που ‘χω δει.

«Στον Βασιλόπουλο ανάβεις ξαφνικά το φλας» και εγώ σκέφτομαι, «έχει γούστο να…» Να σου πω, «μήπως πριν από 4 νύχτες, γύρω στις δύομιση το πρωί, έστριψες πάλι από έδω;»

«3 φορές την ημέρα στρίβω από εδώ, Αμπελόκηπους μένω» μου απαντά.
«Δεν βοηθάς» λέω από μέσα μου κι αμέσως αλλάζω γνώμη. Πως δεν βοηθάει. Είναι εδώ και είναι μαζί μου. Συνεχίζω να σκέφτομαι, μήπως είναι ο άγνωστος εκείνης της νυχτερινής διαδρομής. Καθόμαστε. Λευκή σελίδα, λέω. Ξέχνα τον άλλο. Νες, 4 ζαχαρίνες και γάλα. Τσιγάρο στριφτό και μπορντό δερμάτινο. Το λες τολμηρό για 45άρη. Έμενα πάλι πως με λες που πρότεινα σε έναν άγνωστο να ξημερώσουμε μαζί. Γιατί αυτό του πρότεινα, απλά ξεκινήσαμε από τον καφέ.

06.00 με 08.00 κάναμε σεξ. Κι ο Μάρκος ήταν κάλος στο κρέβατι. Μόνο εκεί δυστυχώς. Τον τελευταίο χρόνο, άπλωσε χέρι πάνω μου. Κι ας είχε να με αγγίξει σαν γυναίκα 2 χρόνια. Τελικά, το ξύλο θέλει θάρρος κι όχι ο έρωτας. Κι ας νόμιζα μέχρι τα 38 το αντίθετο. Άραγε ο άγνωστος της Πανόρμου πως να κάνει έρωτα; Μάλλον, κάνει έρωτα; Θέλω να καίει τα σεντόνια, γιατί αλλιώς η φλόγα που μου άναψε, τι νόημα έχει; Κι ας μη μοιραστούμε ούτε μια ώρα. Θέλω να κάνει έρωτα. Τελευταία, διαπιστώνω πως με γοητεύει το εφήμερο. Είναι που ‘πα «για πάντα» και το πίστεψα, αλλά δεν βγήκε. Γι αυτό οδηγώ τις νύχτες μόνη. Οργώνω την πόλη κι ότι πιάσει το μάτι. Την επόμενη νύχτα μπορεί να περάσω από τα ίδια σημεία, όμως οι άνθρωποι έχουν αλλάξει. Εφήμεροι κι αυτοί.

Εκείνος όμως, στάθηκε γι’ απόψε. «Η νύχτα παίζει τα παιχνίδια τα δικά της» σκέφτηκα καθώς του έφτιαχνα καφέ. Πολλούς καφέδες πίνει, θα πάθει τίποτα ή μήπως θα μου πάθει τίποτα;

Σιωπή. Μεταξύ μας, γιατί το δωμάτιο μου μιλούσε. Ρώτησε τον, Ρώτησε τον, επέμενε.. Παντελόνι. Τσιγάρο. «Είσαι αλληνής και φεύγεις, ούτε ξέρω που θα πάς. Καλή σου νύχτα, φίλε, μες στην αγκαλιά της….» μονολογώ. Με διαψέυδει. «Τι κάνεις το βράδυ» με ρωτάει;

Είμαι η Αφροδίτη, είσαι ο…

 

Νυχτερινή εκπομπή (1984). Είναι ο πρώτος δίσκος με τραγούδια σε στίχους και μουσική της Αφροδίτης Μάνου.

 

«Το τραγούδι μετά» είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Η ιδέα πρόεκυψε από άσκηση που Γιώργου Ανδρέου σε σεμινάριο τραγουδοποίας του Μικρού Πολυτεχνείου.