Ένα παιδί που κάπου ήξερα
Ένα παιδί
Και πολλά άλλα που ήξερα
Χαθήκανε μια μέρα σ’ έναν ολοφώτεινο δρόμο

Αφήσαν τα παιχνίδια τους σκορπισμένα
Σαν τις πέτρες
Κι άλλα αφήσανε τα μαλλιά τους
Σ’ εφηβικές πετσέτες
Αφήσανε τα μάτια τους καρφωμένα στον ουρανό
Και πήρανε δυο άλλα για να πάνε στο χωριό.
Αφήσανε κι άλλα πολλά … αφήσανε
Για να πάνε ν’ αγοράσουνε μεγάλα ιδανικά.
Αφήσανε και το ένα το χέρι τ’ άλλου
Και φτάσανε μονάχα στο χωριό με φορεσιά «μεγάλου»

Και ζευγαρώσανε μετά σύμφωνα με τα ριγέ και τα καρρά
Για να κάνουνε παιδιά καρρωτά και ριγωτά

Που να τρώνε φράουλα παγωτά.

Και μετά;
Ποιος θα ‘θελε να μάθει για μετά;
Αφού όλα μα όλα θα ήταν βαρετά.

– Εγώ ήθελα να δω τα ριγέ με τα καρρά. Να φτιάξουν σχήματα τρελά.
Να κάνουν τρίγωνα, πολύγωνα.
Να λες, κοίτα πώς είμαι και πώς ήμουνα!
Ν’ ανακαλύπτεις τη μαγεία σε καρρω-ριγωτα τοπία!
– Και μετά, ο αχταρμάς;
– Και μετά ο αχταρμάς, θα σε μάθει ν’ αγαπάς.

-Τι να την κάνω την αγάπη όταν αποδείχθηκε στο παρελθόν ότι όλα ήταν μια απάτη;

– Απάτη είν’ το δικό σoυ το μυαλό και η καρδιά σου…. Που τη νύχτα σε λάσπες και σκατά επάτει.

Αυτό που έζησες εκεί και τότε ήταν τρέλα ήταν πάθος, κάτι απ’ το οποίο πρέπει να περάσεις για να μάθεις και το λάθος.
Μια μικρή απάτη της καρδιάς σου σαν το σκοτάδι της σκιάς σου,
Που γυρίζει γύρω γύρω και πάντα είναι κοντά σου.

Σκέψου πως
Αν το φως είναι μπροστά, η σκιά θα πέφτει πίσω
Αλλά αν βαριέσαι να το κάνεις πιο σωστά,
Μη βγαίνεις καν στο δρόμο για να πας,
Αφού έχεις ήδη γυρίσει πίσω.

watch?v=kxZD0VQvfqU

/λήδα