Ήμαστε τελειωμένοι, το πίστευα, αλήθεια.

Το κορμί μου ίσα που με κρατούσε κι είχα βάλει όλη τη δύναμη που μου είχε μείνει στα χέρια μου. Μόλις που άντεχα να κρατώ τον Augustin. Είχε εγκαταλείψει τελείως πια και αν τον άφηνα θα έπεφτε στη θάλασσα. Είχε χάσει όλα του τα ρούχα προσπαθώντας να κρατηθεί επάνω στη σχεδία την προηγούμενη νύχτα, όταν ο καιρός αγρίεψε και χάσαμε τους μισούς στο νερό. Είχε χάσει όλα του τα ρούχα κι εγώ κρατούσα το γυμνό κορμί του, που είχε πρηστεί από το αλάτι και τον ήλιο που του έκαιγε το δέρμα μέχρι να νυχτώσει.

Δε μπορώ να σας περιγράψω τί είναι για έναν πατέρα να βλέπει το γιο του σε αυτή την κατάσταση..

Ήταν μόλις δεκατεσσάρων χρονών. Εγώ φταίω για όλα. Όταν αποφάσισα να τον πάρω μαζί μου στη ‘Μέδουσα’, η Clair-Audile, η γυναίκα μου αντέδρασε. Εβδομάδες ολόκληρες με παρακαλούσε να τον αφήσω πίσω και να μπαρκάρω μόνος. « Ένα παιδί μας έστειλε ο Θεός, γιατί να μου το πάρει η θάλασσα;» έτσι μου έλεγε κάθε μέρα, αλλά εγώ είχα πάρει την απόφασή μου: ο Augustin θα μάθαινε την τέχνη κοντά μου και θα γινόταν ο καλύτερος καραβομαραγκός στο Rochefort, σαν τον πατέρα του. Ας είχα έστω και ένα σημάδι από το Θεό ότι αυτό που επιθυμούσα ήταν λάθος και θα τον είχα αφήσει στο σπίτι. Κι ακόμα κι αν εγώ ήμουν τώρα πνιγμένος, ο Augustin θα ήταν καλά.

Όλες εκείνες τις μέρες προσπαθούσα να τον φυλάξω από όλα. Από την πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε στη σχεδία, πριν ακόμη αρχίσει να διψάει το παιδί και το εγκαταλείπουν οι αισθήσεις του, εγώ δεν κοιμόμουν. Τον είχα πάντα δίπλα μου, δεν τον άφηνα να μιλάει με κανένα. Κι όταν εκείνος ο τρελός άρχισε να δαγκώνει τους χτυπημένους με μανία και να φωνάζει και να αφρίζει, εγώ κράτησα τον Augustin σφιχτά πάνω μου και του έκλεισα με το ζόρι τα μάτια.  Είχα μια ελπίδα ότι θα ζούσε το παιδί μου και δεν ήθελα να κουβαλά τέτοιες εικόνες στη ζωή του. Μέχρι την τελευταία μέρα πίστευα πως θα ζούσε, πως τουλάχιστον εκείνος θα γυρνούσε πίσω στην Clair-Audile.

Δε θα γυρίσω ποτέ πίσω στο Rochefort. Δε θ’ αντέξω να την αντικρίσω. Ούτως ή άλλως νεκρός είμαι πια κι εγώ. Πείτε της ότι πέθανα κι εγώ, να μη με περιμένει.

κατ

[Κείμενο εμπνευσμένο από το ναυάγιο της γαλλικής φρεγάτας ‘Μέδουσα’ το 1816 και τον πίνακα ‘Le Radeau de la Méduse’ του Ζαν-Λουί-Τεοντόρ Ζερικώ, που αναφέρεται στο ιστορικό αυτό γεγονός. Γράφτηκε στα πλαίσια του σεμιναρίου Δημιουργικής γραφής, που γίνεται στο Music Society, με εισηγητή το Μάρκο Φράγκο.]