Έρχομαι στον Σταθμό μέρα και φεύγω νύχτα… άλλο σκηνικό… ερημιά.

Η μέρα έχει γεμάτα τα πεζοδρόμιά της με ανθρώπους που περπατούν βιαστικά, η νύχτα με ανθρώπους ξαπλωμένους… όλο και πιο πολλούς.

Περπατώ με βήματα αμήχανα ανάμεσά τους. Δεν θέλω να νομίζουν ότι τους αγνοώ, από την άλλη όμως, θέλω και να σεβαστώ, έστω αυτόν τον μικρό προσωπικό (;) τους χώρο.

Μου τραβάει την προσοχή ένας συναγερμός ακριβώς πάνω από το αυτοσχέδιο κρεβάτι ενός άντρα… κάνει έναν πολύ εκνευριστικό, επαναλαμβανόμενο, ήχο. «Πως κοιμάται με αυτό το μπίπ μπίπ στ΄ αυτί του όλη νύχτα ;» σκέφτομαι… και σοκάρομαι με την ίδια μου την σκέψη…

Ξυπνάει ο εισαγγελέας μέσα μου: «Είναι δυνατόν να σκέφτεσαι κάτι τέτοιο; Είσαι τόσο αλλού; Δεν καταλαβαίνεις ότι ένας άστεγος έχει σοβαρότερα προβλήματα, από κακούς ήχους; Κρυώνει, πεινάει, δεν έχει σπίτι λέμε…»

Δεν έχει σπίτι… Τι λείπει σε κάποιον που δεν έχει σπίτι;

Μέρες μετά, μια άλλη εικόνα: ένας άντρας διπλώνει την κουβέρτα του και συγυρίζει τα αντικείμενα που έχει σκόρπια στον δρόμο…

Σκέφτομαι ότι όποιος δεν έχει σπίτι, δεν έχει και σπιτικό… μέχρι και οι κρύοι οι Άγγλοι το πιστεύουν: «House is not a home».

Είναι φρικτό να ζείς στο δρόμο (έτσι υποθέτω τουλάχιστον), είσαι εκτεθειμένος στις βροχές και στα κρύα, πρέπει να αγωνίζεσαι καθημερινά για να φάς, χρειάζεται ολόκληρο σχέδιο για να πας τουαλέτα και πολλά άλλα που δεν τα ξέρω και εύχομαι να μην χρειαστεί να τα μάθω.

Ταυτόχρονα όμως, δεν έχεις έναν δικό σου χώρο. Δεν υπάρχει πουθενά μια πόρτα που κλείνει όσα δεν θες απ΄ έξω και προστατεύει όσα σου είναι σημαντικά. Σκέφτομαι ότι αν κάποιοι μας έχουν πείσει ότι μερικές κουβέρτες ή κονσέρβες φτάνουν, τότε μάλλον κάνουν καλά την δουλειά τους.

Θυμώνω! Πάνε χρόνια από τότε που το ανθρώπινο είδος αρκούνταν στην επιβίωση!  Είναι απαραίτητη, αλλά όχι αρκετή!  Οι άνθρωποι χρειαζόμαστε αγάπη, σχέσεις, ενδιαφέροντα, δημιουργία, νόημα! Κάποιοι γύρω μου, όλα αυτά αρχίζουν να τα βλέπουν ψιλά γράμματα… και φοβάμαι.

Έχω περάσει τα τριάντα και δεν έχω σκεφτεί ούτε μια φορά να αποκτήσω δικό μου σπίτι. Μένω στο νοίκι και τις περισσότερες φορές το σπίτι μου είναι ακατάστατο, όμως εκεί χωράω εγώ, οι αγαπημένοι μου και όσα με αποτελούν. Τα φανερά μου, που τα μοιράζομαι και τα κρυφά μου, που εκεί βρίσκουν καταφύγιο. Παλεύω καθημερινά για την επιβίωσή μου, γιατί κάπου πρέπει να στεγάσω την ζωή μου. Δεν διανοούμαι τίποτα λιγότερο ούτε για μένα, ούτε για οποιονδήποτε άλλον.

… σκέφτομαι να σου φέρω μια κουβέρτα, γιατί ξέρω ότι την χρειάζεσαι, αλλά θέλω να σου πω ότι δεν είμαι φιλάνθρωπη (Θεέ μου τι αηδιαστική λέξη!), δεν νιώθω ότι έκανα το καθήκον μου και μπορώ ήσυχη να επιστρέψω στο σπιτάκι μου, ότι όσο θα βλέπω ότι κρυώνεις, άλλο τόσο θα βλέπω ότι είσαι εκτεθειμένος στον θόρυβο…

… δεν θέλω να προδώσω ούτε εσένα, ούτε εμένα, πώς να στο πω…

… μάλλον δεν θα σου πω τίποτα… αλλά μαζί με την κουβέρτα θα σου φέρω και μια σοκολάτα από αυτές που τις σπάς και τρέχει από μέσα η καραμέλα…

Υ.Γ. Δυό μέρες αφού έγραψα τα παραπάνω, πέρασα πάλι από δίπλα του.Σε ένα χαρτόνι έγραφε: «θέλω δουλιά», το όνομά του και ένα τηλέφωνο…

Θένη /Α\