Οι παραγωγοί μουσικής σε όλο τον Κόσμο κυνηγούν εδώ και πολλά χρόνια την τελειότητα.

Πριν ολοκληρωθεί η ιδέα του απολύτως σιωπηλού studio, το ζήτημα ήταν το πώς θα απομονωθούν οι εξωτερικοί ήχοι (π.χ. ενός από τα λιγοστά αυτοκίνητα της εποχής που θα μπορούσε να περάσει, ενός σκύλου που θα γαύγιζε) από την ηχογράφηση. Αργότερα, το ζητούμενο ήταν η εξάλειψη του θορύβου της ταινίας, έτσι ώστε ο ακροατής να ακούει τη μουσική χωρίς το σύρσιμο της ταινίας στα γρανάζια της.

Το ίδιο περίπου συνέβη και με τα μέσα που αναμεταδίδουν τη μουσική στα σπίτια των ανθρώπων: η φασαρία του γραμμοφώνου έρχεται να αντικατασταθεί από το πικάπ και το κασσετόφωνο και αυτά με τη σειρά τους λόγω των scratch και των άλλων θορύβων αντικαθίστανται από το αθόρυβο cd.

Η αναλογική ηχογράφηση αντικαθίσταται από την ψηφιακή κι έτσι δεν υπάρχει σε κανένα σημείο της ηχογράφησης θορυβοποιός μηχανή.

Οι παραγωγοί μουσικής δεν σταματούν όμως να πειραματίζονται. Τα τελευταία χρόνια που χαρακτηρίζονται από τη μαζική κατανάλωση, προσπαθούν να δημιουργήσουν την τέλεια κυματομορφή: αυτή δηλαδή που θα ακούγεται πιο αποτελεσματικά (άρα και θα πουλάει πιο πολύ) σε κάθε συνθήκη ακρόασης: στο ραδιόφωνο, στο club, στο σπίτι. Έτσι, βρήκαν ότι το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να δημιουργήσουν συμπαγείς κυματομορφές, κυματομορφές χωρίς μεγάλες δυναμικές (όπου δυναμική, η διαφορά ανάμεσα στα δυνατά και στα ήρεμα συμεία ενός τραγουδιού). Με αυτό τον τρόπο, ο ακροατής ακούει (καταναλώνει) πιο εύκολα τα τρίλεπτα τραγούδια και γίνεται ένας ευτυχισμένος καταναλωτής.

Αυτά και άλλα διαβάζω στο εξαιρετικό βιβλίο του Greg Milner, Perfecting Sound Forever (Granta) και την ίδια στιγμή χαίρομαι πολύ που μπορώ ακόμα να απολαύσω τη μουσική μέσα από το βινύλιο ή την παλιά καλή κασέτα και να ακούσω μουσικούς που πειραματίζονται όχι με τη μουσική προς κατανάλωση αλλά με τον θόρυβο ή τις απολύτως προσωπικές τους εμμονές.

 f