Ήταν πριν 10 ολόκληρα χρόνια.

Πρώτη φορά που βρέθηκα σ’ αυτήν την πόλη,

δεν ήξερα τότε πως χρόνια μετά θα ζούσα στην πιο όμορφη γειτονιά της για έξι ολόκληρους μήνες.

Κοιτούσα μια βιτρίνα με παπούτσια, δίπλα σε ένα μαγαζί με ξύλινα παιχνίδια,

πίσω από την Piazza Navona.

Και τότε ξεκίνησε.

Ήταν ένας άντρας με καστανά μαλλιά μέχρι τον ώμο, όμορφος,

που καθόταν στο πλακόστρωτο και έπαιζε στην κιθάρα έναν ξένο για μένα σκοπό.

Και ήταν λες και τα παπούτσια της βιτρίνας μπήκαν σε ζευγάρια πόδια και άρχισαν να χορεύουν,

και ήταν λες και τα παιχνίδια από το διπλανό μαγαζί ζωντάνεψαν,

και ήταν λες και οι περαστικοί για μια στιγμή που δεν ήταν μια στιγμή αλλά πολλές κοκάλωσαν,

και ήταν σαν να στροβιλίζομαι μέσα σε καπνό από χρυσόσκονη, αστερόσκονη, φεγγαρόσκονη,

και ήταν λες και ο δρόμος με τα παλιά κτίρια γέμισε νότες,

και ήταν λες και τα μάτια μου έγιναν βρύσες που έτρεχαν νερό.

Και πριν το καταλάβω, ο άντρας είχε τελειώσει το τραγούδι που έπαιζε, κι εγώ στεκόμουνα μπροστά από ένα μαγαζί με παπούτσια και έκλαιγα.

Ή μήπως γελούσα;

Και τότε κατάλαβα.

Πως καμιά φορά, μια στιγμή κρατάει για πάντα.

Άρτεμις