Μια φορα κι έναν καιρό ήταν ένας κόσμος φτιαγμένος με αγάπη και όνειρα από μεγάλα, ζεστά, δυνατά, θεϊκά δάχτυλα, φυτεμένος στην καλύτερη γωνιά του ουρανού με προνομιακή θέα και 10.00 χρόνια εγγύηση. Τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά.

Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό ένας κόσμος φιταγμένος με αγάπη και όνειρα από μεγάλα, ζεστά, δυνατά, θεϊκά δάχτυλα, φυτεμένος στην καλύτερη γωνιά του ουρανού με προνομιακή θέλα και 10.00 χρόνια εγγύηση και τίποτε δεν μπορούσε να πάει στραβά όμως τελικά κάτι στράβωσε.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πόλη που τα σπίτια της είχαν στις στέγες της ξυλόφωνα αντί για κεραμίδια, ν’ ανεβαίνουν τα βράδια οι άνθρωποι να τραγουδάνε τα όνειρά τους στ’ αστέρια.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πόλη που τα σπίτια της είχαν στις στέγες της ξυλόφωνα αντί για κεραμίδια, ν’ ανεβαίνουν τα βράδια οι άνθρωποι να τραγουδάνε τα όνειρά τους στ’ αστέρια όμως εκείνοι σπάνια το έκαναν γιατί φοβόντουσαν μην πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τους, οι πιο πολλοί μάλιστα ξήλωσαν τα ξυλόφωνα κι έριξαν τσιμέντο, να μην περνάει η βροχή ούτε τ’ αστέρια.

Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό μια οικογένεια που ζούσε σ’ ένα μικρό σπίτι στο λιβάδι. Ο μπαμπάς είχε το ωραιότερο περιβόλι του κοόσμου, δούλευε σ’ αυτό όλη τη μέρα και προμήθευε το χωριό με τις πιο κόκκινες ντομάτες του κόσμου. Η μαμά έμενε στο σπίτι, κέρωνε τη σκάλα και τα πατώματα, να  λάμπουν και να μοσχοβολάνε και μαγείρευε το πιο ωραίο στιφάδο του κόσμου. Τα δυο τους παιδιά έπαιζαν όλη τη μέρα πεντόβολα στο ποτάμι και μάθαιναν την αλφαβήτα με ξυλαράκια να είναι έτοιμα για την επόμενη χρονιά που  θα πήγαιναν σχολείο στην πόλη.

Ήτανε κάποτε μια οικογένια που ούσε σ’ ένα μικρό σπίτι  στο λιβάδι αλλά ήρθε κάποια μέρα ένας σοβαρός κύριος με γκρι κοστούμι, περούκα και γυαλιά και τους είπε πώς ήταν στο λάθος μέρος τη σωστή στιγμή, αγόρασε το μικρό σπίτι στο λιβάδι με τα κερωμένα πατώματα και τη σκάλα, το ωραιότερο περιβόλι του κόσμου, το ποτάμι και όλον τους το χρόνο και τους έστειλε μ’ ένα μάτσο χαρτονομίσματα στην τσέπη, σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στην πόλη. Ο μπαμπάς αγόρασε ένα κίτρινο ταξί, δούλευε μ’ αυτό όλη μέρα, και προμήθευε τα σύννεφα με το πιο  δύσκολους λεκέδες του κόσμου. Η μαμά έμενε στο σπίτι αλλά  δεν υπήρχαν ούτε ξύλινα πατώματα,ούτε σκάλα να τρίψει, ούτε κουνέλι της προκοπής για να μαγειρέψει το ωραιότερο στιφάδο του κόσμου οπότε έπεσε αρρωστη στο κρεββάτι κι έπαθε κατάθλιψη. Τα δυο τους παιδιά πήγαν βέβαια σχολείο στην πόλη, αλλά μιας και δεν μπορούσαν να βρουν πια ξυλαράκια ούτε για δείγμα ούτε πέτρες για πεντόβολα άρχισαν να παίζουν με ταμπάκο και σουγιάδες, που αν μη τι άλλο αφθονούσαν.

Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό ένα αγοράκι με δέρμα στο χρώμα της σοκολάτας γάλακτος μ’ ολόκληρα αμύγδαλα, αλλά τα παιδιά στη γειτονιά του το κοροιδεύανε και δεν έπαιξαν ποτέ μαζί του, πράγμα πολύ περίεργο γιατί ποιο παιδί δεν αγαπάει τη σοκολάτα γάλακτος μ’ ολόκληρα αμύγδαλα?

Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό κι ένα κοριτσάκι με μεγάλα, γαλάζια μάτια κι ολοστρόγγυλο, ροζ στόμα που του χαν κλεψει τη μιλιά κάτι ζηλιάρες νεράιδες, όμως τ’ άλλα κοριτσάκια το κορόιδευαν και δεν έπαιξαν ποτέ μαζί του πράγμα πολύ περίεργο γιατί όλα τα κοριτσάκια τρελλαίνονται για ιστορίες με νεράιδες.

Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό ένα κορίτσι που ήθελε να γράψει ποιήματα αλλά δεν είχε κάνει ποτέ έρωτα οπότε τα ποιήματά της φάνταζαν τόσο ψεύτικα. Άρχισε λοιπόν να γράφει παραμύθια για παιδιά που δε χρειάζεται να κάνουν έρωτα γιατί τον κουβαλάνε ακόμα μέσα τους οπότε τα παραμύθια της φάνταζαν τόσο αληθινά.

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα αγόρι που αγαπούσε μέχρι θανάτου τα άλλα αγόρια  όμως του είπαν πώς κάτι τέτοιο δεν είναι σωστό οπότε κι αυτό μίσησε μέχρι θανάτου όλα τ’ αγόρια αλά κάπου μπερδεύτηκε και για καλό και για κακό μίσησε μέχρι θανάτου κι όλα τα κορίτσια κι έτσι απέμεινε μόνο του. Μέχρι θανάτου.

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια πολύ όμορφη κοπέλα που ήθελε να γίνει ηθοποιός αλλά δεν είχε  τα χρήματα. Δούλευε πωλήτρια σ’ ένα κατάστημα ρούχων, εξασκούσε το ταλέντο της  προτείνοντας στους πελάτες σακάκια και καρώ πουκάμισα κι έκρυβε τις οικονομίες της σ’ ένα τενεκεδένιο κουτί μπισκότων κάτω απ’ το σιφόνι της κουζίνας. Ώσπου μια μέρα γυρνώντας χαρούμενη στο σπίτι της γιατί μετά από τρία χρόνια δουλειάς είχε καταφέρει να μαζέψει όσα της χρειάζονταν, βρήκε την πόρτα ανοιχτή και το σπίτι στην εντέλεια. Όποιος είχε μπει ήταν φαίνεται μονάχα πεινασμένος, γιατί το μόνο που έλειπε ήταν το τενεκεδένιο κουτί μπισκότων κάτω απ’ το σιφόνι της κουζίνας.

Ήταν μια φορά κι ένας πολύ ευγενικός νεαρός που ήθελε να γίνει ηθοποιός αλλά δεν είχε τα κότσια. Έγινε δικηγόρος, έπιασεδουλειά  στο γραφείο του πατέρα του κι έκρυβε τα έργα του Ο’ Νηλ κάτω απ’ το μαξιλάρι του να μην τα πάρει κανά μάτι μέχρι που μεγάλωσε κι απέκτησε το δικαίωμα να έχει τα έργα του Ο’ Νηλ πάνω στο γραφείο του, μόνο που δεν ήταν πια νεαρός, ήταν μεσήλικος πατέρας ενός αγενέστατου νεαρού που δεν αγαπούσε καθόλου ούτε το θέατρο, ούτε ον Ο’ Νηλ, ούτε τίποτ’ άλλο καταπώς δείχναν τα πράγματα.

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια γυναίκα κομψότατη, που άλλαζε τους άντρες και τα κινητά σαν τα πουκάμισα κι είχε ξεχάσει μάλλον ότι υπήρξε κάποτε κορίτσι που πασαλειβόταν σαν κλόουν με το ρουζ της μαμάς της κι έπαιζε με το γειτονάκι το αντρόγυνο κι έφτιαχναν μαζί τηλέφωνα από σπιρτόκουτα.

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας άντρας πολύ διάσημος και πολύ πλούσιος που άλλαζε τις γυναίκες και τ’ αυτοκίνητα σαν τα πουκάμισα, κι είχε ξεχάσει φαίνεται ότι υπήρξε κάποτε ένα αγόρι ερωτευμένο με τη δασκάλα του που ζωγράφιζε ρόδες σ’ ένα τρύπιο χαρτόκουτο για να την πάει μ’ αυτό βόλτα.

Ήταν κάποτε κι ένας γάιδαρος με μεγάλα αυτιά και μεγάλα όνειρα. Αλλά επειδή μονάχα τ’ ανθρώπινα αυτιά και όνειρα εμφανίζουν κάποιο σχετικό ενδιαφέρον θα τον αφήσουμε στο σαμάρι και στην ησυχία του και δ ε θα ξανασχοληθούμε ξανά με δαύτον.

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα γαϊτανάκι. Το στήσανε ένα βράδυ ένας γάιδαρος με μεγάλα αυτιά και μεγάλα όνειρα, ένα αγορι απ’ τα παλιά ερωτευμένο με τη δασκάλα του, ένα κορίτσι απ’ τα παλιά που πασαλειβόταν με το ρουζ της μαμάς του και σκάρωνε τηλέφωνα από σπιρτόκουτα, ένας πολύ ευγενικός νεαρός που ήθελε να γίνει ηθοποιός και δεν είχε τα κότσια, μια πολύ όμορφη κοπέλα που ήθελε να γίνει ηθοποιός αλλά δεν είχε τα χρήματα, ένα αγόρι που αγαπούσε μέχρι θανάτου τ’ άλλα αγόρα αλλά του είπαν πώς κάτι τέτοιο δεν είναι σωστό, ένα κορίτσι που ήθελε να γράψει ποιήματα αλλά δεν είχε κάνει ποτέ έρωτα, ένα κοριτσάκι που του ‘χαν κλεψει τη μιλιά οι νεράιδες κι ένα αγοράκι με δέρμα στο χρώμα της σοκολάτας γάλακτος(μ’ ολόκληρα αμύγδαλα), μια οικογένεια που κάποτε ζούσε σ’ ένα μικρό σπίτισ το λιβάδι και όσοι λιγοστοί δεν είχαν ξηλώσει ακόμα τα ξυλόφωνα από τις στέγες τους γα να ρίξουν τσιμέντο.

Ήταν αποφασισμένοι να χορεύουν, να τραγουδού  και να στριφογυρίζουν  μέχρι να πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τους μαζί με τα όνειρα, τα χρήματα, τα κότσια και την αγάπη που τους πήραν ή που τους ‘λειπαν εξαρχής.

Ίσως να χορεύουν, να τραγουδούν και να στριφογυρίζουν μέχρι να πεθάνουν χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Ίσως ο ουρανός να πέσει στο δικό μας κεφάλι, και μάλιστα χωρίς όνειρα, χρήματα κι αγάπη, επειδή όλοι αυτοί ήταν αρκετά τρελλοί ή αρκετά απελπισμένοι ώστε ν’ αποφασίσουν να περάσουν τηνυπόλοιπη ζωή τους χορεύοντας,τ ραγουδώντας και στριφογυρνώντας σ’ ένα γαϊτανάκι.

Ίσως να μη συμβεί τίποτα απ’ τα δύο.

Το σίγουρο είναι ότι πάντα όλες οι ιστορίες του κόσμου θ’ αρχίζουν κάπως έτσι..

“..Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό..”

..όλα τα πρωινά του κόσμου..

 

t.m.s