Νάνι Μπαλεστρίνι
Σάντοκαν,
μια ιστορία της Καμόρα

Μετάφραση: Αχιλλέας Καλαμάρας
Εκδόσεις: Βιβλιοπέλαγος
Σύνολο σελ.: 186
ISBN: 978-960-7280-47-3
Τιμή: 12,00€ + ΦΠΑ = 12,72€
facebook page

Τις τελευταίες δεκαετίες, σε μεγάλο βαθμό χάρη στον κινηματογράφο και τη μυθοπλασία, η σικελική μαφία έχει γίνει συνώνυμο του οργανωμένου εγκλήματος, μονοπωλώντας το συλλογικό φαντασιακό και επισκιάζοντας άλλα ανάλογα φαινόμενα εξίσου ριζωμένα στην κοινωνική πραγματικότητα της Ιταλίας, όπως η Καμόρα της Νάπολης. Σε αυτή την πραγματικότητα μας βοηθάει να καταδυθούμε το μυθιστόρημα Σάντοκαν, μια ιστορία της καμόρα του Νάνι Μπαλεστρίνι. Μέσα από τα μάτια και τα βιώματα ενός παιδιού παρακολουθούμε τα γεγονότα που σημάδεψαν την άνοδο και την παγίωση στην εξουσία της φατρίας των “Καζαλέζι” (από το όνομα του Καζάλ ντι Πρίντσιπε, το χωριό της Καμπανίας που αποτέλεσε το “λίκνο” της φατρίας) και την οικοδόμηση της οικονομικής αυτοκρατορίας τους που σταδιακά εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο.

Βασισμένο σε πραγματικά περιστατικά που ο συγγραφέας συγκέντρωσε από εφημερίδες, πρακτικά δικών και συνομιλίες με κατοίκους της περιοχής, το μυθιστόρημα –χωρίς να πέφτει στην εύκολη καταγγελία ή την ηθικολογία, αλλά και χωρίς να μυθοποιεί ή να εξωραΐζει την πραγματικότητα– φωτίζει μία πραγματικότητα που μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να γίνεται γνωστή.

«… στην πραγματικότητα η οργάνωση, όσο κι αν θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα φαινόμενο αντίθετο στη νομιμότητα στην τάξη στην κοινωνική γαλήνη στην κοινωνική ειρήνη εντούτοις στις περιοχές μας θεωρείται από πολλούς ως ένα είδος σωτηρίας…»

Ο Σάντοκαν ήταν ένας μυθικός Μαλαίσιος πειρατής, ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος του Εμίλιο Σαλγκάρι. Ο Σάντοκαν ήταν και η αρχετυπική μορφή πολλών ταινιών, τηλεοπτικών σειρών, παιδικών μυθιστορημάτων και ταινιών κινουμένων σχεδίων. Ο Σάντοκαν τελικά στοίχειωσε το συλλογικό λαϊκό υποσυνείδητο στην Ιταλία: με αυτήν την προσωνυμία έγινε γνωστός ο αρχιμαφιόζος της Καμόρα Φραντσέσκο Σκιαβόνε, που συνελήφθη το 1998 και μετά από μια θυελλώδη δίκη καταδικάσθηκε το 2008 σε ισόβια. Επιχειρηματικό μυαλό, με λογική και ευαισθησία οικογενειάρχη, πολύτεκνος, θαυμαστής του Ναπολέοντα, άφησε στην οικογένειά του και τη φατρία μια αμύθητη περιουσία.Κάτι που ήταν λογικό να συμβεί, γιατί μαφία, όσο και αν το κρύβουν τα ΜΜΕ και οι κάθε λογής μηχανισμοί χειραγώγησης των «από πάνω» σημαίνει, σε τελική ανάλυση, λαϊκός καπιταλισμός στην πράξη. Και ο καπιταλισμός, είτε μας αρέσει είτε όχι, εξακολουθεί να λαμπρύνει τα όνειρα και να σκιάζει τις ζωές των «από κάτω» στον ανεπτυγμένο κόσμο. Από την Ιταλία μέχρι τη Ρωσία, από το Μεξικό μέχρι την Ελλάδα.

Σάντοκαν είναι λοιπόν και ο τίτλος του σχετικά πρόσφατου μυθιστορήματος του Νάνι Μπαλεστρίνι (2005). Μέσα από τα μάτια και τα βιώματα ενός παιδιού, το οποίο κοινωνικοποιείται καθώς ανδρώνεται μαζί και… παράλληλα με τη φατρία, παρακολουθούμε τα γεγονότα που σημάδεψαν την άνοδο και την παγίωση στην εξουσία της φατρίας των «Καζαλέζι» και την οικοδόμηση της οικονομικής αυτοκρατορίας τους, που σταδιακά εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Από την πρωταρχική συσσώρευση του κοινού οργανωμένου εγκλήματος μέχρι τις κρατικές εργολαβίες. Ένα βιβλίο που παρακολουθεί τη μεταπολεμική κοινωνική και οικονομική ιστορία της «βαθιάς» Ιταλίας, από την εποχή της εσωτερικής μετανάστευσης προς το βορρά μέχρι την άφιξη των ανατολικοευρωπαίων αρχικά και των τριτοκοσμικών στη συνέχεια οικονομικών μεταναστών.

Το βιβλίο, βασισμένο σε πραγματικά περιστατικά που ο συγγραφέας συγκέντρωσε από εφημερίδες, πρακτικά δικών και συνομιλίες με κατοίκους της περιοχής, χωρίς να πέφτει στην εύκολη καταγγελία ή την ηθικολογία, αλλά και χωρίς μυθοποιήσεις και εξωραϊσμούς, φωτίζει μια πραγματικότητα που τα τελευταία χρόνια γίνεται ευρύτατα και επώδυνα γνωστή. Γνωστή γιατί, απλούστατα, η λεγόμενη «μαφιοποίηση» των καπιταλιστικών κοινωνιών της Δύσης είναι πλέον δύσκολο να κρυφτεί, όσο και αν κάποιοι υποκρίνονται πως πέφτουν απ’ τα σύννεφα. Γιατί, κατά επίσημες ομολογίες, μαρτυρίες και μελέτες, τα λόμπι των ιταλικών –και όχι μόνο– μαφιών στις Βρυξέλες είναι πανίσχυρα, χρηματοδοτώντας μέχρι και γιγάντια projects ανανεώσιμων βιομηχανικών πηγών ενέργειας στον Ιταλικό νότο, καταστρέφοντας το περιβάλλον, υπονομεύοντας την υγιή οικονομία, απογυμνώνοντας τις ζωές των πληβείων. Δύσκολο να κρυφτεί καθώς φαινόμενα ανάλογα παρατηρούνται σε όλη την Ευρώπη και βλέπουμε και στα καθ’ ημάς (π.χ. ποιοι διεκδικούν μερίδιο στην τηλεοπτική μας ενημέρωση;)

Αν «η ιδιοκτησία ήταν κλοπή» στα σχετικά αφελή χρόνια του Προυντόν, σήμερα το επιχειρείν σε μεγάλη κλίμακα συνήθως συνεπάγεται εγκλήματα. Εγκλήματα στα οποία μια ευρωπαϊκή νεολαία, η οποία μεγάλωσε στα χρόνια της μεθυστικής κατανάλωσης, της επίδειξης, του φαίνεσθαι και της λαμογιάς, πρέπει να κλείνει τα μάτια και να υποτάσσει τα όνειρά της. Έτσι καλείται να συνεργήσει, ρισκάροντας −το ρίσκο, λένε, είναι επιχειρηματική αρετή− για να συνεχίζεται μια μίζερη κατανάλωση σε μια εποχή που οι επενδυτικές ροές ακολουθούν τους δρόμους της Ανατολής ή των χρηματοοικονομικών παραδείσων, χάρη στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, η οποία παγκοσμιοποίησε τη μαφία.

«Γιατί το ΝΑΤΟ έχει τη μεσογειακή του βάση στη Νάπολι; Γιατί εκεί είναι και η βάση της Καμόρρα», λέει ένα παλιό ναπολιτάνικο αστείο. Η Ιταλία, κατά πολλούς, από την Αναγέννηση και μετά ήταν −και είναι− το κοινωνικό και πολιτικό εργαστήριο της Ευρώπης. Μια άποψη που ενισχύεται και από την ύπαρξη μια εναργούς διανόησης στη χώρα αυτή, η οποία συνεχώς προβληματίζεται για τη φύση της εξουσίας, από τον Μακιαβέλι μέχρι τον… Μπαλεστρίνι και τον Αγκάμπεν. Η μαφία, λένε, είναι κατ’ εξοχήν ιταλικό φαινόμενο: απαιτεί πίστη, όπως η καθολική εκκλησία και όπως οι αλάνθαστες «αγορές», οι οποίες πρωτάνθισαν στις ιταλικές πόλεις-κράτη του ύστερου Μεσαίωνα. Λογικό να εμφανιστεί εκεί και η μαφία. Κατέλαβε τη θέση που της άξιζε στην οικονομία της χώρας τα χρόνια της διάπλασης μιας νέας εξουσίας και ενός νέου ανθρώπινου τύπου, τότε που αποχωρούσαν βιαστικά οι φασιστικές δομές και το κενό έπρεπε να καλυφθεί από νέες, διαρθρωμένες γύρω από τον ψηφοκεντρικό κοινοβουλευτισμό του ψυχρού πολέμου, τους κομματάρχες και τις μυστικές υπηρεσίες.

Διαβάζοντας σήμερα το βιβλίο, σε μια εποχή που η εξουσία μας περιβάλλει με τα αποφόρια της φενάκης που λεγόταν «κράτος ευημερίας», κατανοούμε τις βαθύτερες αξίες του δυτικού μας κόσμου και ατενίζουμε στα κλεφτά κάποιες στιγμές του μέλλοντος που μας προσμένει. Εκτός εάν…

«… ξανάφυγα αμέσως το ίδιο βράδυ για το Βορρά πέταξα τα ρούχα που ακόμα βρωμούσαν από εκείνη τη φρικτή μπόχα του κατεψυγμένου αίματος ζήτησα να με πάνε στο σταθμό και ορκίστηκα λυσσασμένα ότι δε θα επιστρέψω ποτέ πια στο χωριό μου».

Το βιβλίο βέβαια παρουσιάζει τις ζωές των περισσότερων, των απλών παιδιών, εκείνων που δεν είπαν το «μεγάλο όχι» και κατέληξαν να ψάχνουν να βρουν τη μοίρα τους στον ήλιο του εξαθλιωμένου ευρωπαϊκού ιταλικού νότου, ανταποκρινόμενα και στις προσδοκίες των γονιών τους −και στην επιθυμία τους συνήθως− να αποφύγουν τη μισθωτή σκλαβιά στις φάμπρικες του υπεροπτικού και ανελέητου βορρά. Υπηρετώντας, προφανώς, είτε στα μουλωχτά είτε κραυγαλέα, την «οργάνωση», η οποία διατρέχει την ιταλική κοινωνία και διαφεντεύει το κράτος. Την «οργάνωση», που όπως λένε πολλοί, με θαυμασμό συνήθως, στη χώρα αλλά και αλλού, επιτρέπει στο κράτος να λειτουργεί άψογα, παρά τις συχνές πολιτικές μεταπτώσεις. Το βιβλίο δεν ηθικολογεί, δεν καταγγέλλει και δεν δικαιολογεί, δεν αποστασιοποιείται και δεν ταυτίζεται, δεν αποκαλύπτει και δεν συγκαλύπτει, απλώς δηλώνει.

Ο Νάνι Μπαλεστρίνι είναι γνωστός στη χώρα μας από το εμβληματικό Τα θέλουμε όλα (εκδ. Στοχαστής, 1979), που περιγράφει τον εργάτη-μάζα της Φίατ και τους αγώνες του, καθώς και τους Αόρατους (εκδ. Βιβλιοπέλαγος, 2005), που περιγράφουν την εξεγερμένη ιταλική νεολαία –ατομικά και συλλογικά– της δεκαετίας του ’70 και την καταστολή των «χρόνων του μολυβιού» που ακολούθησαν, και ανάγκασαν το συγγραφέα να εκπατριστεί, καθώς οι σκευωρίες του κράτους τον ήθελαν συνένοχο σε 19 δολοφονίες! Ο συγγραφέας όμως είναι γνωστός στη χώρα μας και από άλλα έργα, που αγαπήθηκαν, αν και είναι λιγότερο γνωστά.

Ο Νάνι Μπαλεστρίνι, που πρωτοστάτησε στα πρωτοποριακά λογοτεχνικά κινήματα της Ιταλίας του ’60 (Neovanguarda, Gruppo 63 κ.ά.) δεν έχει βάλει ούτε ένα κόμμα στο βιβλίο. Ο αναγνώστης το διαβάζει απνευστί − τουλάχιστον έτσι νιώθει. Μια αίσθηση παράξενη και οικεία, έντονη και γλυκιά συνάμα. Είναι βιβλίο γραμμένο για να διαβάζεται φωναχτά και για να «αλλάζει» πάντα κάπως, με βάση τη διάθεση της εκάστοτε στιγμής του αναγνώστη. Ίσως και για να διαβάζεται από κάποιον γραμματιζούμενο στον αγράμματο λαουτζίκο, όπως συνέβαινε με τις δημοφιλείς ιπποτικές μυθιστορίες και τα μυθιστορήματα της αλήτικης ζωής στον ύστερο Μεσαίωνα. Είναι ένα έργο όπου το αρχαϊκό έρχεται και συναντά το μεταμοντέρνο. Θα πρέπει, ίσως να το διαβάζουμε μεγαλόφωνα −σαν ζοφερό αληθινό παραμύθι− στα παιδιά που γίνονται μεγάλοι και που, μετά από ώρες αγώνα στους κόσμους του play-station, αναγκάζονται να στρέψουν το βλέμμα στη ζωή η οποία, τελικά, «είναι» εδώ και τώρα. Και είναι δικιά μας, σχεδιασμένη –ναι το ξέρουμε!– από «άλλους», φτιαγμένη όμως (και) από μας.