γράφει ο Σπύρος Καλετσάνος (Noir)

Ξεκινώντας το ψάξιμο για τις 2 εκπομπές περί των Blues στην Ευρώπη είχα κάποια δεδομένα, τα οποία ήταν κυρίως τα γραφόμενα του Paul Oliver στο βιβλίο του “Η Ιστορία των Blues”. Το εν λόγω, ο Άγγλος ερευνητής-ιστορικός-γραφιάς-παραγωγός-copmiler και σχεδιαστής εξωφύλλων Blues -κατά βάση- δίσκων, το έγραψε στα τέλη των 60s, εκδόθηκε το ’69 και σχεδόν 3 δεκαετίες αργότερα -το ’95- στα μέρη μας. Αποτελεί έτσι ένα από τα πρώτα –αν και υπήρξαν και άλλα νωρίτερα- ατόφια αναγνώσματα περί της βάσης της μουσικής του 20ου αιώνα. Συνήθως τα Blues …σφηνώνουν μεταξύ Jazz, Folk και Rock, σε βιογραφίες των Stones ή των Beatles ή σαν ένα μικρό λήμμα στην ιστορία της μουσικής. Η ντόπια σοδειά το κάνει ακόμα πιο εμφανές, μιας και αν εξαιρέσει κανείς τα Blues People του Leroi Jones (γνωστού κυρίως ως Amiri Baraka) (εκδ. Ισνάφι), Jazz & Blues του Graham Vulliamy (εκδ. Index), Με τον Big Joe Williams του Mike Bloomfield (εκδ. Απόπειρα) και Η Ποίηση του Μπλουζ του Samuel Charters (των ιδίων εκδόσεων, που ήταν και το πρώτο που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, στα 1982), δεν υπάρχει κάτι άλλο. Άντε να βάλεις και το Μπλουζ με Σφιγμένα τα Δόντια του Μανθούλη, μια καταγραφή του ομώνυμου ντοκιμαντέρ στο χαρτί, το μικρό Blues and Spoken Word (εκδ. Antifa), συν το Από το Μπλουζ στο Ροκ (εκδ. Πρίσμα) και η λίστα τελειώνει. Θα πει κανείς μα και πολλά είναι, εδώ δεν υπάρχουν βιβλία για το Νέο Κύμα, ή για ξένους ήχους σαν τη Reggae, το Kraut, τη Soul κ.ο.κ. Από την άλλη βέβαια υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα αρκετά μέρη για να ακούσεις τα μπλουζ, πίνοντας το ποτό σου: Blues People πλαγίως του Α’ νεκροταφείου, Half Note έμπροσθεν αυτού, Blues στην Πανόρμου, Γραναζι στο Περιστέρι, Le Roi στο Χαλάνδρι, Lazy στα Βριλήσσια κ.α., δείγμα πως υπάρχει ένα κοινό που ενδιαφέρεται. Και αυτό είναι μια παλιά ιστορία που έρχεται από τα 50s, Platters, Dizzy Gillespie, Louis Armstrong εμφανίστηκαν στα μέρη μας πριν πάρει τη σκυτάλη ο άγνωστος Eric Clapton το ’65 και άλλοι ακόμα πιο άγνωστοι. Ένας τέτοιος σύμφωνα με τις σημειώσεις του δίσκου του In London -της επανέκδοσης του το ’85- πέρασε και από τα μέρη μας. Ο Curtis Jones προσέγγισε το νότο, Μαρόκο, Ισπανία και Ελλάδα, κατά τον Alan Balfour, λογικά το ’65, όντας ο πρώτος, πριν καταφθάσουν πολύ αργότερα η Ella Fitzgerald το ’79 και στα 80s πια οι Koko Taylor, Albert Collins, B.B. King, Big Time Sarah. Καθώς τα συλλογιζόμουν όλα αυτά, έπιασα το δεύτερο δεδομένο.

Καθώς προσπερνώ ένα κίτρινο εξώφυλλο, άσχετο με το θέμα, βουτάω στη σελίδα 9 όπου αρχίζει η εξιστόρηση, 1962 Παρίσι, Jazz, Blues, Folk, Country, Bluegrass, Skiffle, νυχτερινά μαγαζιά, δρόμος, φθηνά ξενοδοχεία και εφήμεροι έρωτες, όλα αποκύημα της ζωής και της φαντασίας του David McNeil. Ο McNeil γιος του ζωγράφου Marc Chagall, γεννήθηκε το ’46 στη Νέα Υόρκη και μετά από 2 χρόνια ήρθε στη Γαλλία στην οποία ζει ακόμα και στο Βέλγιο όπου πέρασε τα πρώτα δημιουργικά του χρόνια – εκεί ζούσε η μητέρα του Virginia– σχετικά με τον κινηματογράφο και τη μουσική, ώσπου να ξεκινήσει το γράψιμο, πρώτα παιδικά βιβλία και αργότερα ”ενήλικα”. Από τα 10 λογοτεχνικά του έργα, τα 2 έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά. Το πρώτο ήταν το Όλα τα μπαρ της Ζανζιμπάρ το ’95 (εκδ. Πατάκη), ενώ το δεύτερο είναι το Angie ή το δωδεκάμετρο ενός μπλουζ (εκδ. Πάπυρος). Από τη σελίδα 9 και το πρώτο από τα …φυσικά 12 κεφάλαια ξεκινάει η περιπλάνηση, παρέα με τον Memphis Slim και το κορίτσι του την Angie. Παρίσι, Βρυξέλλες, Λονδίνο, Μπράιτον. Μεσολαβεί η Κολωνία, η ιδιαίτερη και μοναδική αυτή πόλη που διασχίζει ο Ρήνος, με τους επιβλητικούς γοτθικούς καθεδρικούς, η πόλη των ”προοδευτικών” (Franz Seiwert και σία, ριζοσπάστες προλετάριοι των αρχών του 20ου αιώνα, διαβάστε το βιβλιαράκι Η Τέχνη ως Όπλο), του Χάινριχ Μπελ, του Μαξ Έρνστ, της Nico, εκεί που έδρασε-μεγαλούργησε ο Stockhausen και αργότερα οι τρομεροί -μαθητές/συνεχιστές του- Can. Γενικώς βγάζω το καπέλο στη Γερμανία για το άπλωμα της κουλτούρας της, σε όλη την επικράτεια της χώρας. Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες, δε διαθέτει μόνο 2-3 σημαντικές πόλεις, αλλά πολλές περισσότερες (Βερολίνο, Αμβούργο, Μόναχο, Ντίσελντορφ) και κάθε μία διαθέτει τη δική της μοναδικότητα. Τη χρονιά που η Κολωνία λοιπόν, φετινή πρωτεύουσα του Ευρωπαϊκού μπάσκετ -μιας και εκεί θα διεξαχθεί(?) το final four της Euroleague- υπήρξε …πρωτεύουσα της Bundesliga με τον πρώτο από τους 2 τίτλους της, τότε λοιπόν διαδραματίζεται και το βιβλίο. 

1964 Οκτώβρης, άνευ ημερομηνίας βέβαια, μιας και ο συγγραφέας πάντα παίζει το παιχνίδι ρεαλισμού και φαντασίας και μπλέκει το 1962 με το ‘64. Είμαστε στη μέση του βιβλίου, σελίδα 95 κεφάλαιο 7ο: «Η Κολωνία είναι μια μοντέρνα πόλη, λίγο γκρίζα, λίγο μουντή, που ανοικοδομήθηκε πλήρως μετά τον πόλεμο. Αυτό που προκαλεί έκπληξη όταν κοιτάζει κανείς τις φωτογραφίες της βομβαρδισμένης πόλης, είναι πως μέσα από τα ερείπια ορθώνεται ο καθεδρικός ναός, που έμεινε ως εκ του θαύματος σχεδόν ανέπαφος». Ενώ λοιπόν βρισκόμαστε στην πόλη της βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, ο αφηγητής ως τρόπον τινά manager του Memphis Slim, μπλέκεται με τους υπόλοιπους bluesmen και τις ανάγκες τους, την καθημερινότητα τους. Φαγητό, αλκοόλ, τα όργανα τους, τα κορίτσια, η φυλακή, έτσι ζώντας μαζί τους προβαίνει και σε βαθιά συμπεράσματα: «Το να είναι κανείς μπλουζίστας δεν πρόκειται γι’ αυτό που αποκαλούμε αληθινό επάγγελμα, ούτε λειτούργημα, είναι όμως σίγουρα ένας τρόπος ζωής, δε σταματά ποτέ κανείς, παρά μόνο για να πάει για ύπνο, να φάει, ή στην περίπτωση που κάποια κυρία θέλει να του αφιερώσει λίγο από τον ελεύθερο χρόνο της. Και ξαναρχίζει πάλι. Σκέφτομαι ότι οι κύριοι αυτοί ακόμα και στο κρεβάτι θα πρέπει να κρατούν κάποιο τέμπο, να περνούν με άνεση από το τραγικό στο αλεγκρέτο, απ’ το αργόσυρτο hollar (holler) στο δαιμονισμένο boogie».

Shakey Jake, John Lee Hooker, Sonny Terry, Brownie McGhee, Willie Dixon, Memphis Slim. Οι 2 τελευταίοι λαμβάνουν το κλειδί της πόλης, είμαστε στο πρωινό πριν διεξαχθεί ένα ακόμα live του διεθνούς festival American Folk Blues. Οι διοργανωτές Γερμανοί Λίπμαν και Ράου προσκαλούν τους μουσικούς στο μεσημεριανό μπουφέ: «Η κουζίνα της Κολωνίας είναι ακόμα πιο παράξενη απ’ ότι σερβίρεται στην υπόλοιπη Γερμανία… εδώ έχει λουκάνικα και πατάτες, πατάτες χωρίς λουκάνικα και λουκάνικα χωρίς πατάτες. Τρώνε μπόλικο λάχανο, καπνιστό και τουρσί, αλλά δεν έχει καμία σχέση με τη σουκρούτ που σερβίρουν στην Αλσατία. Εδώ τα πάντα είναι νερουλά και κολυμπάνε μέσα στο ξύδι, τα λουκάνικα Φρανκφούρτης δε τα τρώνε παρά μόνο στη Φρανκφούρτη, το λουκάνικο της Κολωνίας είναι 2 φορές πιο χοντρό και πιο μαλακό, ήλπιζα ωστόσο όλα αυτά να τα σερβίρουν με ρίζλινγκ (Αλσατικό λευκό κρασί) και μπόλικη μουστάρδα, αλλά ακόμα και η μουστάρδα είναι υδαρής και γλυκερή. Ο Memphis έχει δίκιο, η Γερμανική κουζίνα(μπορεί να σκοτώσει πολύ περισσότερο κόσμο σε μια μόνο χρονιά απ’ ότι ο Χίτλερ σε όλη τη διάρκεια του πολέμου) είναι πράγματι αμφιλεγόμενη. Μόλις τελειώσαμε το γεύμα το εστιατόριο γέμισε ξαφνικά με κόσμο. Τότε λέω στον Λίπμαν: Οι Γερμανοί γευματίζουν αργά, ακόμα πιο αργά από τους Ισπανούς. Μου απάντησε εσείς γευματίζετε κύριε, εκείνοι δειπνούν».

Έρχεται η νύχτα: «Περιμένουμε σε μια μπρασερί, μια Bierstube, πίνοντας μπύρα από πελώρια ποτήρια … ο Slim και ο Willie στο πατάρι αναμετρώνται στο μπιλιάρδο. Ο Dixon παίζει πάρα πολύ καλά. Λένε πως μια εποχή όταν δεν κατόρθωνε να βγάζει το ψωμί του μόνο με τη μουσική του, έπαιζε μπιλιάρδο με επαγγελματίες, επικίνδυνους ανθρώπους, που για ένα ναι ή ένα όχι σου σπάνε και τους δύο αντίχειρες. Αλλά αυτόν τον σέβονται, όλος ο κόσμος τον φοβάται. Πρέπει να πούμε πως ο Willie ήταν πυγμάχος είχε πάρει μέρος σε περισσότερους από 100 αγώνες και είχε κερδίσει μάλιστα και τον τίτλο του πρωταθλητή στην κατηγορία μεσαίων βαρών.. Όπως και να ‘χει, αν τα Blues πάψουν μια μέρα να είναι στη μόδα (sic!), μάλλον τα έχουν εξασφαλίσει τα νώτα τους. Ο Shakey με τα ζάρια και ο Willie με το μπιλιάρδο. Τώρα ο Dixon είναι σπουδαίος παραγωγός, είναι η κεντρική μορφή των Chicago Blues, σχεδόν η ψυχή τους. Ορίστε είναι πολύ απλό τα blues του Chicago είναι τα blues του Δέλτα συν τον ηλεκτρικό ήχο, συν τον Willie».

Έτσι φθάνουμε στην ώρα της συναυλίας: «Πάνω στη σκηνή οι Sonny Terry & Brownie McGhee αρχίζουν τη ρουτίνα τους, το είδος της μουσικής που είναι εντελώς boogie και που σε ξεσηκώνει demenage, όπως λένε και στο Παρίσι. Κατά τις 9 ο Shakey κάνει την αλλαγή, ύστερα είναι η σειρά του Willie, το κοινό είναι πολυάριθμο και πολύ δεκτικό, ανακαλύπτει τα blues, αλλά τελικά το πρόγραμμα περιλαμβάνει υπερβολικά πολλούς τραγουδιστές και ο καθένας δεν παίζει παρά μόνο 5-6 τραγούδια. Αυτό είναι το μειονέκτημα όλων των festival, πάντα έτσι γίνεται εκτός ίσως απ’ το Newport, όπου ο καθένας έχει 1 ώρα στη διάθεσή του για να καταθέσει την ψυχή του. Όση ώρα βρισκόταν ο Sonny Terry στη σκηνή, ο Memphis μου έδωσε τη φυσαρμόνικα του λέγοντάς μου να επαναλαμβάνω τα riff του τυπάκου, έτσι κάθομαι στη γωνία μου και τσιμπολογώ νότα προς νότα ιδέες για φράσεις, θραύσματα έμπνευσης. 

Ο John Lee Hooker θα κάνει τότε ένα θαύμα, αρχίζει να παίζει το Shake It Baby που μόλις έχει συνθέσει και που διαρκεί 3 λεπτά. Όμως καθώς αισθάνεται το πλήθος να πάλλεται σαν ένας μόνο άνθρωπος στον ήχο του ρυθμού του, μια πραγματική ατμομηχανή, το κομμάτι θα διαρκέσει τρεις φορές περισσότερο. Αυτή η αξέχαστη ζωντανή εκτέλεση θα κάνει το γύρο του κόσμου, θα κάνει σκόνη τα charts και θα γίνει κλασσική».

You’re cookin’ when you jive
Honey, you’re workin’
You’ve got the pots on
And the gas workin’ high

τραγουδούσε ο μέγας John και η ιστορία συνεχίζεται, τα Blues στην Ευρώπη αναγεννιούνται, ξαναζούν, πηγαινοέρχονται αέναα στην ανατολική πλευρά (ανατολικό Βερολίνο, Πολωνία), πιο νότια (Αυστρία, Γιουγκοσλαβία), αλλά η βάση είναι η Γερμανία, εκεί που γεννήθηκε το American Folk Blues Festival ως μια ιδέα του jazz fan, συγγραφέα και γραφιά Joachim-Ernst Berendt, την οποία έκαναν πράξη οι Horst Lippmann και Fritz Rau το φθινόπωρο του 1962. Κράτησε ως το 1985, όχι όμως συνεχόμενα, αλλά ήδη είχαν εμφανιστεί και άλλα festival στο προσκήνιο (Bath, American Blues Legends), νέοι bluesmen καταφθάνουν και όλα κυλάνε. Στους δρόμους με το πνεύμα του Leadbelly να τα ευλογεί και πάντα μ’ ένα ποτάμι να μεταφέρει το μήνυμα, είτε λέγεται Μισισιπής, είτε Ρήνος, μ’ ένα…Δέλτα στη μια άκρη και μια λίμνη στην άλλη. Κάτι ήξερε επαυτού ο μεγαλύτερος όλων:

Lord I’m going to Rosedale, gon’ take my rider by my side
We can still barrelhouse baby, ’cause it’s on the riverside

(Travelling Riverside Blues – Robert Johnson)