Έπεσα, λοιπόν, πριν λίγες μέρες πάνω σε μια πολύ ωραία ιστορία… Ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε, χωρίς να μπορώ  επακριβώς να προσδιορίσω το γιατί.

Ήταν μια κρύα και σκοτεινή νύχτα –οι περισσότερες ενδιαφέρουσες ιστορίες  έτσι δεν αρχίζουν, εξάλλου;- από αυτές που το έξω δεν σε τραβάει καθόλου και η ζεστασιά του σπιτιού είναι η πιο ευχάριστη προοπτική. Λίγα ξύλα στο τζάκι, Μάρτης γαρ και τα περισσότερα τα έχουμε κάψει ήδη, ένα κονιάκ για να επανέλθω στην κανονική μου θερμοκρασία  – άντε και για να κρατήσω εκείνο το άκρως φετιχιστικό ποτήρι- και μουσική υπόκρουση το πιάνο του Τhelonious και η παρέα του, από τους δίσκους του στην Prestige, στις αρχές της δεκαετίας του 50.  Ωραία…  και τι διαβάζουμε; Όχι τίποτα σπουδαίο, η διάθεση δείχνει προς τη χαλάρωση, άρα η ιδανική ευκαιρία να συνεχίσει εκείνο το χαλαρό ψάξιμο για τους μουσικούς της τζαζ που είχαν κάνει φυλακή. Το γιατί ξεκίνησε αυτό το ψάξιμο δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία, μάλλον και κανέναν ιδιαίτερο λόγο, πέρα από τα κολλήματα που τρώει κανείς όταν έχει την προδιάθεση και την περιέργεια να φτιάχνει καταλόγους και λίστες και που εντείνεται όταν, εντελώς τυχαία, αρχίζει να κάνει και εκπομπές  στο ραδιόφωνο –το ιντερνετικό, φυσικά, τα fm έχουν πολύ σοβαρότερα θέματα να ασχοληθούν…

Ψάχνοντας, έτσι, διάφορες βιογραφίες πέφτω και πάνω σε αυτή του Thelonious Monk… (ενώ από τα ηχεία ακούγεται η εκτέλεση του Smoke gets in your eyes, έτσι για να συμπληρωθεί ο καμβάς). Εδώ λοιπόν λέει πως και ο Thelonious βρέθηκε κάποια στιγμή στη φυλακή, για κατοχή απαγορευμένων ουσιών… Και τίποτα το περίεργο δεν θα υπήρχε σε αυτή την πληροφορία, αφού ήταν κοινός τόπος τότε για τους μουσικούς της τζαζ να έχουν μπλεξίματα με το νόμο – ήταν το εξ ορισμού ‘ύποπτο’ χρώμα τους; ήταν οι ρίζες τους στο περιθώριο μιας κοινωνίας που απείχε πολύ από το να ξεπεράσει τις φυλετικές διακρίσεις; το σίγουρο πάντως ήταν ότι τότε η τζαζ ήταν μια μουσική που ούτε φτιαχνόταν ούτε απευθυνόταν στα αστικά σαλόνια . Τίποτα το περίεργο, αν δεν είχα ακούσει ότι ο Monk, εν αντιθέσει με πολλούς άλλους, δεν είχε σχέση με τα ναρκωτικά και δεν ήταν γενικώς επιρρεπής στις καταχρήσεις. Είχε βέβαια την τρέλα και τις ιδιορρυθμίες του, σε μεγάλο βαθμό, αλλά αυτές  οφείλονταν στην εκκεντρική περσόνα  του και όχι στις ουσίες.  Τι συνέβη τότε; Με τα πολλά, η απάντηση βρέθηκε στην ακόλουθη ιστορία..

Ήταν άλλη μια κρύα και σκοτεινή νύχτα, του 1951 αυτή τη φορά. O Thelonious Monk μαζί με το νεαρό τότε πιανίστα Bud Powell, φίλο, μαθητή και προστατευόμενό του, είχαν  τελειώσει από  το νέοϋορκέζικο κλαμπ που έπαιζαν και είχαν μπει  στο αμάξι για να φύγουν. Πριν προλάβουν να ξεκινήσουν, τα φώτα ενός περιπολικού αναβόσβησαν και η αστυνομία της Νέα Υόρκης τους κατέβασε και έψαξε το αμάξι. Βρήκαν μια κάποια ποσότητα ναρκωτικών, ικανή για να στείλει τον κάτοχό της στη φυλακή, αλλά και , ακόμη χειρότερα, να  του στερήσει την Cabaret Card, κάτι σαν άδεια που έπρεπε να έχει κάθε μουσικός για να παίζει στα κλαμπ της Νέας Υόρκης – και να βγάζει τα προς το ζην..- και που εξέδιδαν οι αστυνομικές αρχές. Τα ναρκωτικά ανήκαν στον Powell, αλλά ο Thelonious ήξερε πως ο  Bud, μετά από τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο, τη διαπιστωμένη σχιζοφρένειά του και την εύθραστη ψυχολογία του και τις κρίσεις που τον ταλαιπωρούσαν  δεν θα την έβγαζε καθαρή στη φυλακή, ούτε θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς τα χρήματα από τις εμφανίσεις του στα κλαμπ. Και, έτσι απλά, το πήρε πάνω του. Εξέτισε την ποινή αντί για το φίλο του και, το κυριότερο, έχασε το δικαίωμα να εμφανίζεται live στη Νέα Υόρκη για τα επόμενα, και τα πιο σημαντικά για την καριέρα του, χρόνια…

Κι άλλα ενδιαφέροντα θα μπορούσαμε να πούμε εδώ και για τους 2 αυτούς κυρίους αλλά και για άλλους γνωστούς μουσικούς που είχαν τις δικές τους μικρές και ασήμαντες ιστορίες…  Άπειρες οι ιστορίες που συνθέτουν τη μυθολογία μιας μουσικής, μιας τάσης, μιας εποχής, που δεν είναι άλλες από τις ιστορίες των ανθρώπων που τις απαρτίζουν. Δεν ξέρω γιατί αυτή η συγκεκριμένη μου έκανε εντύπωση.. Κάπου είχα διαβάσει παλιά ότι η μουσική που μας αρέσει να ακούμε δεν έχει να κάνει μόνο με την ‘’αισθητική’’ μας προτίμηση για τις νότες, τις φόρμες και τις μελωδίες, είναι και μια, συνειδητή ή ασυνείδητη, επιθυμία να αναβιώσουμε μια συγκεκριμένη εποχή. Σωστό μου ακούγεται…

Γίνεται να αποκόψεις μια μουσική από τους ανθρώπους και τις καταστάσεις που τη γέννησαν, από το χαρακτήρα, την προσωπικότητα, τις πεποιθήσεις του δημιουργού της;  Γίνεται, θα μου πεις, αλλά εγώ ήδη ακούω το’ Round midnight με άλλο ‘’αυτί’’…

Μεγάλη κουβέντα τώρα αυτή, όμως, και τελείωσε και το κονιάκ…

Καληνύχτες

Δανάη

ΥΓ: Παρεμπιπτόντως, δεν μπορούσα να αντισταθώ και να μην σας δείξω ένα από τα αγαπημένα μου εξώφυλλα δίσκων…