Ήσουν δυο μέτρα πιο κει και δε μου είπες ούτε μια καλησπέρα. Είναι σωστό αυτό; Σ’ εμένα που περάσαμε τόσα, νομίζω πρέπει να λες τουλάχιστον μια καλησπέρα.. Τί κι αν δε ζούμε πια μαζί; Εγώ είμαι ο ίδιος που σου ‘φτιαχνα εκείνα τα μαγικά ζουμιά για να ηρεμείς όταν σε κάνανε χάλια και έτριβες τα χέρια σου με μανία μέχρι που κοκκίνιζαν.

Θυμάμαι κάθε φορά που σου ‘δινα το σακουλάκι με τα σταφύλια για να δώσεις στον Babul στο φανάρι. Την πρώτη φορά ξαφνιάστηκες, μετά περίμενες πάντα, δεν έφευγες ποτέ χωρίς το σακουλάκι. Κι ο Babul ήταν ήδη μαθημένος, ήξερε ότι πια δε μας ξέφευγε ποτέ αυτό.

Εκείνος μου έλεγε ότι πρέπει να σε παντρευτώ.

«καλή γυναίκα, έχω κι εγώ καλή, να κάνεις παιδιά, εγώ έχω τρία, το μωρό δεν το έχω δει, με περιμένουνε»

Πέρασαν οι μήνες, έφτασε άνοιξη και για μια βδομάδα γύριζες σπίτι με το σακουλάκι γεμάτο ανησυχία. «Θα φανεί, θα δεις» σου έλεγα. Όλη νύχτα έβραζα να πιεις το ζουμί, που τα είχες κάνει κατακόκκινα τα χεράκια σου από την αγωνία.

Μετά αρχίσαμε να ψάχνουμε. Δεν ξέραμε και τίποτε άλλο, μόνο τ’ όνομά του, την καλή του γυναίκα στο Μπαγκλαντές και τα τρία του παιδιά. Πού να ψαχτείς και με τί ελπίδες.. Γυρνούσαμε με το μηχανάκι όλα τα φανάρια, μέχρι πάνω, στα Δικαστήρια, μήπως άλλαξε πόστο και τσάμπα ανησυχούσαμε.

Στους δυο μήνες μπήκες σπίτι φωνάζοντας. Σου το ‘πανε στην Τσαμαδού ότι μάλλον αυτός είναι που χτυπήθηκε, εσύ ταίριαξες τις ημερομηνίες και τα ψίχουλα που ήξερες και το ‘βγαλες το συμπέρασμα. Τσακώθηκες και στο Τμήμα, να σου δείξουν φωτογραφία σώνει και καλά, γύρισες σπίτι σε κακά χάλια. Κάπου τότε ήταν που άρχισα κι εγώ να κοιτάω εκείνη στο μαγαζί, που δε με ζάλισε ποτέ με κανένα Babul κι ούτε ήξερε πού πέφτει το 15 της Τσαμαδού..

http://www.youtube.com/watch?v=3_rek2CtBNk

Κι αν ο Babul γύρισε σπίτι του, εγώ σπίτι δεν έχω. Όλες οι γυναίκες που γνώρισα μετά από σένα έχουν χέρια κάτασπρα σα βαμβάκι αγάπη μου..

kat