Ιστορία πρώτη:

O Σουμάν Αλή ή Αλή Σουμάνης, υπήρξε ο σπουδαιότερος τουρκοκρητικός βιολάτορας της ανατολικής κρήτης κάπου στα 1900-1920 (στην Ανατολική Κρήτη επικρατούσε το βιολί και όχι η λύρα).
Ο Αλή Σουμάνης ήταν κατά τις μαρτυρίες κουβαρντάς και λεβέντης. Συνήθιζε να παίζει στα πανηγύρια των χριστιανών και τα μπαξίσια που του έδιναν τα δώριζε στην εκκλησία που γιόρταζε. Έπαιζε πολλές χαρακτηριστικές μελωδίες που ακόμα και σήμερα οι παλιοί βιολάτορες της Ιεράπετρας τις λένε «κοντυλιές του Αλή». Βέβαια οι τουρκοκρητικοί, ίσως και ο Σουμάνης, άρχισαν να εκδιώκονται σιγά σιγά από την Κρήτη όσο επικρατούσαν οι έλληνες, για να φύγουν οριστικά με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924. Εγκαταστάθηκαν στα παραλία της Μικράς Ασίας απ’ όπου μόλις είχαν ξεριζωθεί οι έλληνες και συνέχισαν ν’ αγαπούν και να νοσταλγούν την Κρήτη. Οι μελωδίες (κοντυλιές) του τουρκοκρητικού πρόσφυγα Σουμάνη παίζονται ακόμα στο νησί…

Ιστορία δεύτερη:

Ο χανιώτης τουρκοκρητικός έμπορος σταφίδας Μεχμέτ Σταφιδάκης, ήταν γνωστός γλετζές και δεξιοτέχνης στο μπουλγαρί (ένα όργανο που ανήκει στην οικογένεια του ταμπουρά, μοιάζει μορφολογικά με το αραβικό σάζι, έχει μικρό αχλαδόσχημο κυρτό ηχείο, μακρύ λεπτό χέρι, κινητούς μπερντέδες και τρεις διπλές χορδές) Ήταν παντρεμένος με μιαν όμορφη τουρκοκρητικιά, τη Φατμέ. Ο Μεχμέτ Μπέης αγαπούσε με πάθος τη γυναίκα του. Το ερωτικό του αυτό αίσθημα τον έκανε να δημιουργήσει έναν καινούριο σκοπό, όλο πάθος και μεράκι. Συχνά έφτιαχνε ερωτικές μαντινάδες και τους ταίριαζε στη μελωδία του:

“Ο σεβντάς σου μ’ άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου.
Μα να σβήσει δεν μπορεί, γκιούλ μπαξέ κυρά μου”

Ο σκοπός αυτός πήρε τ’ όνομα του δημιουργού του “σταφιδιανός”. Λέγεται μάλιστα πως ο Μεχμέτ πέθανε σε σχετικά νεαρή ηλικία από φυματίωση, σε βαθειά θλίψη από ερωτική απογοήτευση τραγουδώντας τον σταφιδιανό, επειδή η αγαπημένη του τον απάτησε μ’ έναν δάσκαλο. Το θάνατό του θρήνησαν μουσουλμάνοι και χριστιανοί κάτοικοι Χανίων. Πέθανε τον Μάη του 1908. Στην κηδεία του πήγε ολόκληρος ο πληθυσμός. Ο Σταφιδιανός σκοπός, αγαπήθηκε από τούρκους και έλληνες και γι’ αυτόν τον λόγο παίζεται και σήμερα. 

Ιστορία τρίτη:

Στα χρόνια του μεσοπολέμου (1920-40) κι ενώ είχαν εκδιωχτεί οι τουρκικής καταγωγής κρητικοί από το νησί, καταφτάνουν από απέναντι οι διωγμένοι πρόσφυγες ελληνικής καταγωγής κουβαλώντας παρόμοια μουσικά φορτία στις πλάτες τους. Έτσι δημιουργήθηκε η λεγόμενη αστική ή χωραΐτικη κρητική μουσική, σαφώς επηρεασμένη από το κύμα προσφύγων της Μικράς Ασίας και της Ίστανμπουλ. Είναι η μουσική που αναπτύχθηκε στα μεγάλα ημιαστικά κέντρα της Κρήτης (χώρες) όπως το Ρέθυμνο, τα Χανιά κλπ από “λαϊκούς” κυρίως ανθρώπους, πρόσφυγες και ντόπιους. Ένας από αυτούς ήταν ο Στέλιος Φουσταλιέρης. Πήγε μέχρι την τρίτη Δημοτικού σε νυχτερινό σχολείο, έμαθε όμως και την τέχνη του ρολογά. 13 χρονών με την πρώτη του πληρωμή και τη μεσολάβηση του πατριού του αγοράζει το πρώτο μπουλγαρί του.

«Την εποχή αυτή το Ρέθυμνο ήταν γεμάτο από μπουλγαριά. Κάθε ταβέρνα είχε κι από ένα. Εκεί πήρα τα πρώτα μου ακούσματα. Έβλεπα τους άλλους που παίζανε και –στο λόγο της αντρικής μου τιμής – έκλαιγα!…».

Ο Φουσταλιέρης εξελίχθηκε σε μεγάλο μαέστρο μπουλγαρί και στην ουσία είναι αυτός που το έβαλε στην τότε δισκογραφία, καθώς σήμερα το υπέροχο αυτό μουσικό όργανο δεν παίζεται παρά από ελάχιστους ανθρώπους. Να ‘τος λοιπόν στην κρητική παραλλαγή ενός μικρασιατικού τραγουδιού που χρονολογείται απο τα μέσα του 18ου αι. Οι ματαιωμένοι έρωτες των ελλήνων, τούρκων, ελληνότουρκων και τουρκοελλήνων -όπως αγαπάτε πείτε τους- έχουν τραγουδηθεί και τραγουδιούνται πάνω στους ίδιους σκοπούς, χρόνια τώρα…

…χρόνια μετά, οι πλάκες του Φουσταλιέρη και άλλων της εποχής του, χαράχτηκαν και καταστράφηκαν απο “καθαρόαιμους” ελληνοκρητικούς που δεν ανεχόντουσαν τις ανατολίτικες επιρροές πάνω στη μουσική της κρήτης. Αυτοί θεωρούσαν το φουσταλιέρη και τους λοιπούς κρητικορεμπέτες σαν τουρκόσπορους που ντροπιάζουν τον τόπο.

Και απέναντι τα ίδια γίνονταν βέβαια…

Όμως η μουσική είναι μια και ενώνει τους ανθρώπους. Όσο κι αν οι “καθαρόαιμοι” και οι “μπάσταρδοι” χανόμαστε μέσα στην ίδια γη μαζί με τα μίση και τις ματαιοδοξίες ή μαζί με τους έρωτές μας (τα μπαγκάζια του τα διαλέγει ο καθείς στην πορεία), η μουσική παραμένει.

Όμορφη κι ερωτεύσιμη για όσους την ποθούν.

Άνευ όρων, άνευ ορίων…

ανέστιος